Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ο ''Λόγος'' στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία


Ο ''Λόγος'' στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία



Ο Λόγος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Ηράκλειτος, Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Παρμενίδης, Στωικοί, Ψυχή, Θεός, Θείο, Μεταφυσική
Σκοπός ή τέλος των πράξεων αλλά και αρχή τους ή αιτία, εκφράζει παράλληλα το μέσο, τη ρύθμιση ή το νόμο που τις διέπει, ενώ αποτελεί και το όνομα της πιο δημοφιλούς ανάμεσά τους, της ομιλίας: τέτοιο είναι το εννοιολογικό ξετύλιγμα του λόγου στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.

Ο λόγος πρωτοεμφανίζεται ως όρος στα γραπτά προσωκρατικών φιλοσόφων, απ’ τους οποίους σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα υπό μορφή ρητών σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων. Οι περισσότεροι από αυτούς συνέγραψαν σε ποιητικό λόγο κοσμογονίες και θείες...
αποκαλύψεις σχετικές με την προέλευση αυτού του κόσμου. Στο έργο του Περί Φύσεως, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (535-475 π.Χ.) προτρέπει τους ανθρώπους οὐκ ἐμού ἀλλά τοῦ λόγου ἀκούσαντες ὁμολογείν σοφόν ἐστί ἓν τὰ πάντα εἶναι 'είναι σοφό να συμφωνήσετε όχι ακούγοντας εμένα αλλά το λόγο ότι τα πάντα είναι ένα'. Ο λόγος αυτός θεωρείται από τον Ηράκλειτο κοινός και ενιαίος, παρότι οι άνθρωποι συχνά τον αγνοούν και φέρονται σα να διαθέτουν ξεχωριστή, δική τους λογική διὸ δε ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ· τοῦ λόγου δ’ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. Αυτή η συμμόρφωση με τον «κοινό λόγο» είναι πολύ κοινή ιδέα στους Στωικούς και μοιάζει δανεισμένη από τον Εφέσιο φιλόσοφο. Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια τοῦ δὲ λόγου τουδ’ ἐόντος αἰεί, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκούσαι καὶ ἀκούσαντες τὸν πρώτον. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε, αυτοί μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι ἀπείροισιν ἐοίκασιν πειρωμένοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιουτέων ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη φύση του και εκθέτω το πώς έχει κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.

Παρότι ο θεϊκός αυτός λόγος αντηχεί μέσα στον καθένα, δε μπορεί κανείς να τον αναλύσει στο νου του αλλά μόνον να τον αφουγκρασθεί εσωτερικά- είναι εκείνος που σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του αληθινού εαυτού του και που από προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης κατονομάζεται ως «δαιμόνιο». Και ο ίδιος ο Ηράκλειτος άλλωστε είπε ότι "διερεύνησε τον εαυτό του". Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι «όταν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν και γι αυτό μοιάζουν με κουφούς- σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν» (ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι). Επιπλέον, δείχνουν να αγνοούν εκείνον «με το οποίο πάνω απ’ όλα συναναστρέφονται αδιάκοπα»( ὧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλούσι, τούτῳ διαφέρονται), το Λόγο που τα κυβερνά όλα (λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι)- γι αυτό και «όλα όσα συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα» (καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται). Με αυτή την έννοια, το ανθρώπινο ον δεν κατέχει τη γνώση όπως την κατέχει το θεϊκό (ἦθος ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θείον δὲ ἔχει) αφού έχει αποστραφεί το θείο Λόγο, όπως πολλοί σύγχρονοι και προγενέστεροι φιλόσοφοι του Ηρακλείτου (πχ ο Πυθαγόρας), τους οποίους κατηγόρησε για τη ματαιοπονία τους και το διασκόρπισμα των ερευνών τους στην κατεύθυνση της πολλαπλότητας της δημιουργίας.

Για την ίδια τη φύση αυτού του λόγου, ο φιλόσοφος αναφέρει πως αυξάνεται από τον εαυτό του- δεν χρειάζεται δηλαδή τη συνεισφορά μιας ανώτερης δύναμης για να αναπτυχθεί- και πως ανήκει στην ψυχή (ψυχῆς ἐστί λόγος ἑαυτόν αὔξων). Εντούτοις, όσο κι αν την εξερευνήσει κανείς, δε θα μπορέσει να βρει τα πέρατά της, γιατί ο «λόγος» της είναι πολύ βαθύς ( ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο, πάσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθύν λόγον ἔχει), ιδέα που λέγεται ότι πάρθηκε ίσως από την Ορφική διδασκαλία. Έτσι, κατά τον Ηράκλειτο, ο λόγος είναι μια καθαρά εσωτερική ιδιότητα, σοφία, νοημοσύνη, μέτρο και παρόμοια.



Στο ομώνυμο έργο του Παρμενίδη από την Ελέα (Περί Φύσιος), το λέγειν αποτελεί μια από τις τρεις πρωταρχικές δυνάμεις που συνιστούν την ενότητα της ύπαρξης, το 'είναι', το 'νοείν' και το 'λέγειν'. Των τριών τους προηγείται το είναι ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το νοείν και τολέγειν, διότι τα όντα καθεαυτά υπάρχουν πριν έρθει ο νους και τα συλλάβει και γίνουν στη συνέχεια περιεχόμενα του έναρθρου λόγου. Εδώ λοιπόν ο λόγος είναι το τελικό στάδιο έκφρασης, η ομιλία, η εξωτερίκευση του νοείν. Ενδέχεται, βέβαια, η σκέψη και ο λόγος να αναφέρονται σε φανταστικά όντα (μη-όντα), για τούτο και είναι χρήσιμο να μην επαφίεται κανείς απόλυτα στις αισθήσεις του προκειμένου να γνωρίσει και να κατανοήσει τον κόσμο αλλά να καταφεύγει στη χρήση του λόγου= λογική δύναμη που ενυπάρχει μέσα του: Μηδέ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδόν κατὰ τήνδε βιάσθω ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σ’ εξαναγκάσει να κατευθύνεις σ’ αυτήν την οδό [τον έλεγχο για την ύπαρξη του μη είναι], νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλώσσαν το βλέμμα άσκοπο εδώ κι εκεί να έχεις και την ακοή σου πλήρη από ήχους και να δίδεις ονομασίες χρησιμοποιώντας τυχαία τη γλώσσα, κρίναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον αλλά να κάμεις με τη λογική σου τον περιμάχητον έλεγχο. Με τη σωστή χρήση του λόγου, ο άνθρωπος γίνεται ισόθεος και ανάγεται στον απόλυτο κόσμο του «εόντος». Σ' αυτό το σημείο ο λόγος γίνεται νοημοσύνη, λογισμός, σοφία, όπως και στον Ηράκλειτο.



Η έννοια του λόγου απαντάται και σε αρκετά έργα του Πλάτωνα, πάντοτε όμως ως λογική δύναμη μέσα στον άνθρωπο, ως διάκριση με την οποίαν έχει προικισθεί για να μπορεί να παίρνει ανά πάσα στιγμή ορθές αποφάσεις και να αποφεύγει να ενδώσει σε επιβλαβείς επιθυμίες: τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικόν...τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τὲ καὶ πεινῇ καὶ διψῇ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστον τὲ καὶ ἐπιθυμητικόν.. (Πολιτεία, d-e). Επιπλέον, ο λόγος, με τη δύναμη της διαλεκτικής, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην «ἀρχή τῶν πάντων», στην αλήθεια: αὐτός ὁ λόγος ἅπτεται τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει ... ἐπί τὴν τοῦ παντὸς ἀρχὴν ἰών, ἁψάμενος αὐτής... (Πολιτεία, b-c). Όπως τονίζει στη συνέχεια του έργου ο Σωκράτης, τα αληθινά στολίδια τα συλλαμβάνει κανείς με το λόγοκαι τη διάνοια και όχι με την όραση (με τις αισθήσεις): ...τὰ ἐνόντα φέρει, ἃ δὴ λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δὲ οὔ (Πολιτεία, d-e). Ο λόγος, ως διάκριση στον άνθρωπο, τον οδηγεί στη σωφροσύνη, σε αντίθεση με την επιθυμία, που τον άγει υποχρεωτικά στην ύβρη: Δόξης μὲν οὖν ἐπί τὸ ἄριστον λόγῳ ἀγούσης καὶ κρατούσης τῷ κράτει σωφροσύνη ὄνομα· ἐπιθυμίας δὲ ἀλόγως ἑλκούσης ἐπί ἡδονάς καὶ ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη (Φαίδρος, 238Α). Δίνεται μάλιστα η εύστοχη παρομοίωση της ψυχής με άμαξα που σύρεται από δυο άλογα, καθένα απ’ τα οποία εκπροσωπεί το έλλογο και το άλογο (επιθυμητικό) μέρος της- ο ηνίοχος, στη θέα ενός ελκυστικού προσώπου ή αντικειμένου, βρίσκει τον μεν έναν ίππο υπάκουο και εγκρατή, τον δε άλλον ανυπότακτο κι ορμητικό, οπότε αναγκάζεται να τραβήξει τα χαλινάρια για να συγκρατήσει την άμαξα από την άλογη πορεία της (Φαίδρος, 253 D).

Ο λόγος είναι επίσης το τμήμα της νόησης που αντιλαμβάνεται το παντοτινά ον, που δεν έχει γένεση, σε αντιδιαστολή με το μη ον, το μεταβλητό, που γίνεται αντιληπτό μέσω της γνώμης και της άλογης αίσθησης: τί τὸ ὂν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχων, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, ἀεί κατὰ ταὐτὰ ὄν, τὸ δ’ αὖ δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν (Τίμαιος, 28α). Το αμετάβλητο, βάσει του οποίου ο Θεός έπλασε το σύμπαν, γίνεται αντιληπτό από το λόγο και τη φρόνηση αλλά και η ανεύρεση της εικόνας που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τη δημιουργία του είναι έργο των κατάλληλων λόγων- συλλογισμών, που, όμοια με το σταθερό ον που ερμηνεύουν, θα πρέπει να είναι αμετάβλητοι: ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ εἰσίν ἐξηγηταί, τούτων αὐτών καὶ συγγενείς ὄντας· τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους... (Τίμαιος, 29 b). Πραγματικά, το αληθινά ον έχει μόνο έναν αληθινό ταιριαστό λόγο, το «είναι», δίχως παρελθόν ή μέλλον, μια και αποτελεί άφθαρτη και αμετάβλητη οντότητα: τῇ δὲ τὸ ἔστιν μόνον κατὰ τὸν ἀληθῆ λόγον προσήκει (Τίμαιος, 38α). Ο λόγος δεν είναι η ομιλία που δημιουργεί όπως στην αρχή της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη. Η δε ομιλία-λόγος δόθηκε στον άνθρωπο ως μέσο για τη διάδοση της γνώσης που φωλιάζει σε κάθε δημιούργημα και φαινόμενο του σύμπαντος, τα οποία ανακαλύπτει χάρη στις υπόλοιπες αισθήσεις και δεξιότητές του (Τίμαιος, 47c-d). Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου κατοικεί στο σώμα σε χωριστά διαμερίσματα- ως λόγος-λογική, καταλαμβάνει το ανώτερο μέρος του (κεφάλι- αυχένα) ενώ ως επιθυμία- αίσθημα το κατώτερο· μάλιστα, το κατώτερο τμήμα των ορμών, διαχωρίζεται και από το αισθηματικό μέσω του διαφράγματος, μια και δεν είναι σε θέση να κατανοήσει καθόλου τα ανώτερα μέρη. (Τίμαιος, 70-71c).



Ο Λόγος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Ψυχή, Θεός, Θείο, Μεταφυσική, Ηράκλειτος, Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Παρμενίδης, Στωικοί



Στο έργο Κρατύλος, όπου ο Πλάτωνας διερευνά το θέμα της προέλευσης των ονομάτων, ο λόγος ταυτίζεται και με την ονομασία ενός πράγματος αλλά και με την πράξη που αφορά τον ορισμό του με βάση την αληθινή του φύση- την πράξη δηλαδή που του αποδίδει το όνομα εκείνο που ταιριάζει στην ουσία του. Γι αυτό, η ονοματοθεσία δεν είναι κάτι αυθαίρετο αλλά πρόκειται για έργο ενός νομοθέτη, γεγονός που καθιστά τον ίδιο το λόγο «νόμο» και πράξη αποδίδουσα τη θεϊκή νομοτέλεια- εκείνος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τους κατάλληλους φθόγγους που μιμούνται την ουσία των πραγμάτων και τη φανερώνουν (Κρατύλος, 423e). Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για το λόγο ως ομιλία που δημιουργεί τα πράγματα- αυτά υπάρχουν και τα αληθινά ονόματα τους δίνονται. Δεν είναι ότι τα ονόματα δημιουργούν ή γίνονται τα πράγματζ. Όποιος, όμως, είναι σε θέση να γνωρίζει τα αληθινά ονόματα, γνωρίζει και τα ίδια τα πράγματα (Κρατύλος, 435 d)- όσο για τα αληθινά ονόματα, δε μπορεί παρά να τέθηκαν από κάποια ανώτερη δύναμη κι όχι από τον άνθρωπο, ώστε να καθίστανται εξ ανάγκης σωστά (Κρατύλος, 438b-c).

Συνέχεια της συζήτησης αυτής περί ονομάτων θα μπορούσε να αποτελεί η εκτενής αναφορά στον «οριστικό λόγο» στα έργα του Αριστοτέλη Περί Ψυχής και Μετά τα Φυσικά. Κατ’ εκείνον, ο λόγος του ορισμού ενός πράγματος δεν πρέπει να δηλώνει μόνο το γεγονός (την ύπαρξή του), όπως κάνουν οι περισσότεροι ορισμοί, αλλά μέσω αυτού να γίνεται φανερή και η αιτία (οὐ γὰρ μόνον τὸ ὅτι δεῖ τὸν ὁριστικόν λόγον δηλοῦν, ὣσπερ οἱ πλεῖστοι τῶν ὁρισμῶν, ἀλλά καὶ τὴν αἰτίαν ἐνυπάρχειν καὶ ἐμφαίνεσθαιΠερί Ψυχής, 413α 15-20). Με βάση αυτό το σκεπτικό, για κάθε πράγμα υπάρχει ένας ορθός ορισμός που αναφέρει την κύρια ιδιότητά του, με άλλα λόγια, ένα όνομα που αγγίζει καθεαυτή την ουσία του. Όσα μέρη του πράγματος είναι φθαρτά, δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό λόγο του, μια και δεν αποτελούν την ουσία του, όπως οι σάρκες και τα οστά που είναι φθαρτά δε συνιστούν τον άνθρωπο και άρα δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον ορθό ορισμό του. Πρόκειται, στην περίπτωσή τους, για μεταγενέστερα στοιχεία, υλικά όπως τα ονομάζει, που προέκυψαν από τα πρώτα, μη υλικά, που δε φθείρονται και επομένως συνιστούν την ουσία (ὦσθ’ ὅσα μὲν μέρη ὡς ὕλη καὶ εἰς ἃ διαιρείται ὡς ὕλη, ὕστερα· ὅσα δὲ ὡς τοῦ λόγου καὶ τῆς οὐσίας τῆς κατὰ τὸν λόγον, πρότερα ἤ πάντα ἤ ἔνιαΜετά τα Φυσικά, 1035b 12-15). Αυτή η ουσία των όντων και κατά συνέπεια και ο οριστικός λόγος που την εκφράζει, δεν έχουν την ανάγκη υλικής εκδήλωσης για να υπάρξουν ούτε και παύουν να υφίστανται μετά την καταστροφή ακόμα κι όλων των υλοποιήσεών τους- δίνει ένα παράδειγμα με τον κύκλο, που δεν καταστρέφεται ως ουσία έστω κι αν κάποιος σβήσει όλους τους ζωγραφιστούς ή σπάσει όλους τους ξύλινους κύκλους που έχουν κατασκευαστεί. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την ύλη ἄγνωστον καθ’ αὑτή, που σημαίνει ότι δε μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης (Μετά τα Φυσικά, 1035α, 10-11). Όμως, το ίδιο περίπου ισχύει, κατά τα λεγόμενά του, και για τον οριστικό λόγο που, αν και υπαρκτός, δε μπορεί ούτε να εκφωνηθεί, ούτε να αποδειχτεί ούτε να μελετηθεί- βρίσκεται στην ψυχή (ειδητικός λόγος) και απέχει απ’ όλους τους υλικούς χαρακτηρισμούς που της αποδίδονται για να περιγράψουν την ουσία της (Μετά τα Φυσικά, 1036 b- 1040a) καὶ σῳζομένων τῶν λόγων ἐν τῇ ψυχῇ τῶν αὐτῶν οὐκ ἔσται ὁρισμὸς οὔτε ἀπόδειξις.

Πέρα όμως από τη χρήση του λόγου με την έννοια των λέξεων που ορίζουν ένα πράγμα, ο Αριστοτέλης διατηρεί και την πλατωνική σημασία του ως «λογική» ή «λογιστικό μέρος της ψυχής», που αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για την εύρεση και εξάσκηση του μέτρου στην ανθρώπινη ζωή, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τον όρο «μεσότητα». Η μεσότητα, προϋπόθεση της ευτυχίας, δε μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω του ορθού λόγου, που θα υποδείξει στον άνθρωπο σε ποιο βαθμό πρέπει να εκδηλώνει κάθε συναίσθημα ή παρόρμησή του. Μέσω αυτού, προσεγγίζεται η προαίρεση, ουσία της αρετής, που αποτελεί με τη σειρά της γεννήτορα της ευτυχίας (Μεγάλα Ηθικά, 1185b-1186b 30). Οι πράξεις μας είναι σύμφωνες με τον ορθό λόγο όταν το άλογο μέρος της ψυχής (τα πάθη) δεν εμποδίζουν το λογικό της μέρος (το νου) να επιτελέσει το έργο του, όπως οφείλουν να κάνουν άλλωστε, υποτασσόμενα στην υπηρεσία του καλύτερου τμήματος της ψυχής. (ἔστιν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν, ὅταν τὸ ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς μὴ κωλύῃ τὸ λογιστικόν ἐνεργείν τὴν αὑτοῦ ἐνέργειαν· τότε γὰρ ἡ πρᾶξις ἔσται κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον..., Μεγάλα Ηθικά, 1208α 10-20).

Ευρύτατα χρησιμοποιεί την έννοια 'λόγος' ένας άλλος φιλόσοφος της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, που έζησε σε μια ελληνόφωνη ιουδαϊκή κοινότητα από το 30π.Χ. μέχρι το 50 μ.Χ. Στα έργα του, ο λόγος προσδιορίζεται ως η σταθεροποιητική αρχή του κόσμου ή η αρετή της ανθρώπινης ψυχής και μοιάζει με τη λέξη «ρήμα» των κειμένων της Αγίας Γραφής. Τα χαρακτηριστικά αυτού του λόγου παραθέτονται στους Νόμους Περί Αλληγορίας(Legum Allegoriae) ως εξής: ὁρᾷς τῆς ψυχῆς τροφῆν οἵα ἐστί λόγος θεοῦ συνεχής, βλέπει κανείς ότι η τροφή της ψυχής είναι τέτοια, ο συνεχής αυτός λόγος του θεού ἐοικώς δρόσῳ κύκλῳ πᾶσαν περιειληφώς καὶ μηδὲν μέρος ἀμέτοχον αὑτοῦ ἐῶν· που περιβάλλει τα πάντα σαν κύκλος δροσιάς, χωρίς να αφήνει τίποτα απέξω φαίνεται δ’ οὐ πανταχοῦ ὁ λόγος οὗτος, ἀλλ’ ἐπ’ ερήμου παθών καὶ κακιῶν, που δε φανερώνεται παντού, αλλά στις ερήμους παθών και κακιών καὶ ἔστι λεπτός νοήσαι τε καὶ νοηθῆναι, καὶ σφόδρα διαυγῆς καὶ καθαρός ὁραθήναι πολύ λεπτός για να τον συλλάβει και να τον κατανοήσει κανείς με το νου, εξαιρετικά διαυγής και διάφανος για να γίνει αντιληπτός με την όραση, καὶ ἔστιν ὡσεὶ κόριον μοιάζοντας με σπόρο κόλιανδρου φασί δὲ οἱ γεωπόνοι τὸ σπέρμα τοῦ κορίου διαιρεθέν εἰς ἄπειρα καὶ τμηθέν καθ’ ἕκαστου τῶν μερῶν που, όπως λένε οι γεωπόνοι, ακόμα κι αν διαιρεθεί σε απειροστά μέρη και κοπεί σε καθένα απ’ αυτά καὶ τμημάτων σπαρέν βλαστάνειν οὕτως, ὡς καὶ τὸ ὅλον ἠδύνατο· καθένα από αυτά είναι σε θέση να αναπαράγει ολόκληρο το φυτό αν σπαρεί, ακριβώς όπως και ο αρχικός σπόρος τοιούτος καὶ ὁ θεοῦ λόγος, καὶ δι’ ὅλων ὠφελητικός καὶ διὰ παντός μέρους και τοῦ τυχόντος τέτοιος είναι και ο λόγος του Θεού, και ολόκληρος ωφέλιμος και σε καθένα τυχαίο τμήμα του(ΙΙΙ, 169-170).


Ως κατὰ ἐβδομάδα κινούμενος τέλειος λόγος (Ι 19-21) αποτελεί την γενεσιουργό αρχή του νου και των αισθήσεων, όταν δε ἐπιγένηται τῇ ψυχῇ, ἐπέχεται ᾑ ἐξάς καὶ ὅσα θνητά ταύτη ποιεῖν δοκεῖ, που σημαίνει ότι υπεισέρχεται ως έβδομο στοιχείο στα έξι θνητά μέρη του κόσμου που εκπροσωπούνται από τις έξι μέρες της δημιουργίας και καταλύει τη θνητότητά τους (Ι 16). Ο άνθρωπος εκπίπτει και απομακρύνεται από το θείο λόγο ενδίδοντας σε ακόρεστες επιθυμίες για ηδονές διαπίπτει γὰρ τότε τῇ ψυχῇ καὶ ὁ σπερματικός καὶ γεννητικός τῶν καλῶν λόγος ὀρθός (ΙΙΙ 150) και η μόνη λύση για την επαναφορά στην πρώτιστη κατάστασή του δεν είναι άλλη από τον "σωφροσύνης λόγον" (ΙΙ 79), ο οποίος μοιάζει με τεχνητό φίδι που κατασκευάζεται ειδικά για να πολεμήσει ενάντια στο φίδι της Εύας (ΙΙ 79) και η λειτουργία του συνίσταται στο να δάκνειν καὶ τιτρώσκειν[...] καὶ αναιρεῖν τὸ πάθος, δηλαδή, να δαγκώνει και να πληγώνει και να καταστρέφει το πάθος (ΙΙ 99).

Ο λόγος μοιάζει να αποτελεί κάτι ανάμεσα σε θεό και ανθρώπους, έναν αρχάγγελο πρεσβευτή που «οὔτε ἀγέννητος ὡς θεός ὤν οὔτε γεννητός ὡς ὑμείς, ἀλλά μέσος τῶν ἄκρων, ἀμφοτέροις ὁμηρεύων»(ΙΙΙ 205-206), που «οὐδέποτε λήγει» (ΙΙΙ 130) και που τρέφει ως «μάννα» (άφθαρτη τροφή) τη «φιλοθεάμονον ψυχήν» (ΙΙΙ 79), που, σε αντίθεση με όσες στρέφονται στα ελκυστικά εγκόσμια αγαθά πρὸς τὰ κρόμυα καὶ τὰ σκόρδα, τὰ περιοδυνώντα τὰς κόρας (ΙΙΙ 79), εκείνη λαχταρά την αλήθεια. Ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ θεού και ανθρώπων, ο λόγος δεν αρκεί για να θρέψει ψυχές όπως του Ιακώβ, που μοιάζει να τον έχουν υπερβεί και να τρέφονται απευθείας από το θεό κι όχι από το λόγο, που θεραπεύει απλώς από ασθένειες (πάθη) τον άνθρωποἀλλ’ οὗτοι μὲν εὔχονται θεοῦ λόγου τραφῆναι, ὁ δὲ Ιακώβ καὶ τοῦ λόγου ὑπερκύψας ὑπ’ αὐτοῦ φήσι τρέφεσθαι τοῦ θεοῦ ... ὡραῖος οὕτος ὁ τρόπος, τροφέα τὸν θεόν, οὐχί λόγον, ἡγεῖται, τὸν δὲ ἄγγελον, ὃς ἐστί λόγος, ὥσπερ ἰατρόν κακῶν (ΙΙΙ 177).

Για το παγκόσμιο «σπίτι», το σύμπαν, αιτία υπήρξε η αγαθότητα του δημιουργού, υλικό του τα τέσσερα στοιχεία και όργανο για την υλοποίησή του, ο λόγος του θεού εὑρήσεις ... αἴτιον μὲν αὐτοῦ τὸν θεόν ὑφ’ οὗ γέγονεν, ὕλην δὲ τὰ τέσσερα στοιχεία ἐξ’ ὧν συνεκράθη, ὄργανον δὲ λόγον θεοῦ δι’ οὗ κατεσκευάσθη, τῆς δὲ κατασκευής αἰτίαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ δημιουργοῦ (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 127). Εδώ το όργανο είναι μάλλον η ομιλία δια της οποίας ο Θεός δημιουργεί στην αρχή της Γένεσης: όπως, και είπεν ο Θεός 'Γεννηθήτω το φώς' και έγινεν φως. Αλλά, μετά, στην περίπτωση του ανθρώπου, ο λόγος ως όργανο για ευτυχία είναι ο λογισμός, η διάκριση, ο ορθός λόγος, Έτσι λόγον ἡ φύσις δυνατώτατον σύμμαχον ἀνθρώπῳ δημιουργήσασα η φύση δημιούργησε για τον άνθρωπο το λόγο σαν ισχυρότατο σύμμαχο τὸν μὲν αὐτῷ χρῆσθαι δυνάμενον ὀρθώς ἀπέδειξεν εὐδαίμονα καὶ λογικόν ὄντως που όποιον μπορεί να τον χρησιμοποιεί καθιστά ευτυχισμένο και λογικό τὸν δὲ μὴ δυνάμενον ἄλογον τε καὶ κακοδαίμονα εκείνον δε που δε μπορεί, παράλογο και δυστυχή (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 39).
Ο Λόγος στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, Παρμενίδης, Στωικοί, Ψυχή, Θεός, Θείο, Μεταφυσική, Ηράκλειτος, Διογένης Λαέρτιος, Πλάτων, Αριστοτέλης,



Ο θεϊκός λόγος εμφανίζεται ακόμη ως αναπότρεπτη κινητήριος δύναμη του σύμπαντος την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αναγνωρίσει ως τέτοια και να πάψει να θεωρεί τα γεγονότα καρπούς των πράξεών του, αποδεχόμενος τα πάντα χωρίς να αποδίδει μομφές σε άλλους για όσα στην πραγματικότητα δεν είναι ικανοί να επηρεάσουν οὐχ’ ἅττ’ ἂν ἐπιτηδεύεις ἀγαθῶν μετουσίας ἤ κακῶν ἐστίν αἰτία ἀλλ’ ὁ δίοπος καὶ κυβερνήτης τοῦ παντός λόγος θεῖος, ῥᾷον ἄν ἔφερες τὰ συμπίπτοντα παυσάμενος τῶν συκοφαντιῶν καὶ ἐπιγράφειν ἡμῖν ἅ μὴ δυνάμεθα» (Περί των Χερουβίμ, 36). Αυτή η δύναμη του λόγου πραγματοποιεί κυκλικές κινήσεις που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘γυρίσματα της τύχης’ χορεύει γὰρ ἐν κύκλῳ λόγος ὁ θείος, ὅν οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζουσιν τύχην (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 176). Στην πραγματικότητα, όμως, ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον ατυχής, μια και καθόλου αφημένη στην τύχη δεν είναι η εξέλιξη των εγκόσμιων πραγμάτων, καθώς ο θείος λόγος φροντίζει για τη διατήρηση όλων των ισορροπιών μεταξύ των φυσικών δυνάμεων· οὐδὲ γῆ πᾶσα διαλυθήσεται πρὸς παντὸς ὕδατος ούτε όλη η γη δε θα διαλύεται από όλο το νερό, ὅπερ αὐτῆς οἱ κόλποι κεχωρήκασιν το οποίο οι κόλποι της έχουν δεχτεί,οὐδ’ ὑπό ἀέρος σβεσθήσεται πῦρ ούτε από τον αέρα δε θα σβήνει η φωτιά, οὐδ’ ἔμπαλιν ὑπό πυρός ἀήρ ἀναφλεχθήσεται ούτε και από τη φωτιά δε θα αναφλέγεται ο αέρας, τοῦ θείου λόγου μεθόριον τάττοντος αὑτὸν μια και ο θείος λόγος τάσσεται στο σύνορο μεταξύ τους καθάπερ φωνῆεν στοιχείων ἀφώνων όπως το φωνήεν παρεμβαίνει μεταξύ στοιχείων αφώνων (δηλ. των συμφώνων)ἵνα τὸ ὅλον ὥσπερ ἐπί τῆς ἐγγραμμάτου μουσικῆς συνηχήσῃ ώστε το σύνολο να ακουστεί αρμονικά όπως στη σωστή μουσική σύνθεση (Περί φυτουργίας, 121-122). Εδώ ο λόγος είναι αναλογία ή μέτρο.

Ακριβώς για να εισχωρήσει σε ολόκληρο το σύμπαν, σε όλες τις απόψεις της δημιουργίας, ο λόγος πολλαπλασιάζεται και σχηματίζει «ἀρχετύπους καὶ ἀσωμάτους ἀκτίνας τῆς λογικῆς πηγῆς τοῦ τελεσφόρου θεοῦ» που, όσο πλησιάζουν στην εκδηλωμένη δημιουργία, γίνονται αντιληπτές σαν εικόνες των αρχικών αθάνατων λόγων που οι άνθρωποι αποκαλούν από συνήθεια αγγέλους (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, 115). Οι περιγραφές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι κατονομάζονται «λόγοι» οι θεϊκοί νόμοι, εκπορευόμενοι από τον ένα λόγο, την ενιαία σοφία του Δημιουργού· σε άλλο σημείο πάλι, αποκαλούνται λόγοι οι ψυχές ή η λογική (διάνοια) στο νου του ανθρώπου, με άλλα λόγια, το «εκλεκτότερο», λεπτότερο κομμάτι του εκάστοτε εξεταζόμενου τμήματος της δημιουργίας, που επιλέγεται να επιτελέσει το ρόλο της κεφαλής στο σώμα ψυχαί δ’ εἰσίν ἀθάνατοι οἱ λόγοι οὗτοι. τούτων δὴ τῶν λόγων ἕνα λαβών, ἀριστίνδην ἐπιλεγόμενος τὸν ἀνωτάτῳ καὶ ὡσανεί σώματος ἡνωμένου κεφαλήν πλησίον ἱδρύεται διανοίας τῆς ἑαυτοῦ· καὶ γὰρ αὕτη τρόπον τινὰ τῆς ψυχῆς ἐστί κεφαλή (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, Ι 128). Θα τολμούσε κανείς να συσχετίσει αυτή την πολύπλευρη εισχώρηση του λόγου στην υλική δημιουργία με την εισχώρηση του Απολύτου στα πάντα, εκ των οποίων αποτελεί την πολύτιμη ουσία « Εγώ είμαι ο Εαυτός που βρίσκεται στις καρδιές όλων των πλασμάτων. Είμαι η αρχή, η ζωή και το τέλος όλων των όντων. Από τις Γραφές είμαι οι Βεδικοί Ύμνοι. Είμαι η ηλεκτρική ενέργεια στις δυνάμεις της φύσης. Από τις αισθήσεις είμαι ο καταγράφων νους. Και είμαι η νοημοσύνη μέσα σε όλες τις ζωές» (Μπχάγκαβατ Γκίτα, κεφ. 10. στ. 20-42).

Στη λεγόμενη Στωική Διδασκαλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους εκπροσώπους της Αρχαίας και Μέσης Στοάς (τέταρτος έως πρώτος προ Χριστού αιώνας), η έννοια του λόγου κατέχει κεντρική θέση. Από τα ελάχιστα σωζόμενα αποσπάσμα του Ζήνωνα, του Χρυσίππου, του Ποσειδώνιου και του Παναίτιου, αλλά κυρίως από τις ποικίλλες αναφορές άλλων συγγραφεών στο έργο τους, συνάγεται το συμπέρασμα πως θεωρούσαν το λόγο τη θεϊκή δημιουργική δύναμη, διαμέσου της οποίας ρυθμίζονται οι λειτουργίες ολόκληρου του σύμπαντος. Ο Θεός βγήκε από την αρχική του απομόνωση και δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία, απ’ όπου προήλθε ολόκληρη η υλική δημιουργία - ενυπάρχει, εντούτοις, και ο ίδιος σε καθένα από τα δημιουργήματά του «όπως στο νεογέννητο εξακολουθεί να υπάρχει σπέρμα» καὶ ὥσπερ ἐν τῇ γονῇ τὸ σπέρμα περιέχεται, οὕτω καὶ τούτων σπερματικόν λόγον ὄντα τοῦ κόσμου ( Διογένης Λαέρτιος, VII, 136). Μάλιστα, ο σπερματικός αυτός λόγος εξατομικεύεται για κάθε είδος της δημιουργίας και καθορίζει ως νόμος όλη του την εξέλιξηἐστί δὲ φύσις ἔξις ἐξ αὑτῆς κινουμένη κατὰ σπερματικούς λόγους ἀποτελούσα τε καὶ συνέχουσα τὰ ἐξ’ αὑτῆς ἐν ὡρισμένοις χρόνοις καὶ τοιαῦτα δρῶσα ἀφ’ οἵων ἀπεκρίθη (Διογένης Λαέρτιος VII,Ζήνων 148-149). Αν και άϋλος, ο λόγος συνυπάρχει με το υλικό μέρος του όντος, το οποίο δεν ποιεί αλλά πάσχει (είναι δηλαδή αποδέκτης της δημιουργίας του λόγου) ἀρχάς εἶναι τῶν ὅλων δύο, τὸ ποιοῦν καὶ τὸ πάσχον, τὸ μὲν οὖν πάσχον εἶναι τὴν ἄποιον οὐσίαν τὴν ὕλην, τὸ δὲ ποιοῦν τὸν ἐν αὐτῇ λόγον τὸν θεὸν (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 134).



Χάρις στην δύναμη του λόγου, τον «τόνον», το σύμπαν διέπεται απ’ άκρη σ’ άκρη από την αρχή της «συμπαθείας», σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα αλληλεπιδρούν· στη δική του δύναμη οφείλονται και οι ευνομούμενες σχέσεις τους, μια και ο ίδιος εξακολουθεί να διαρρέει το σύμπαν και μετά τη δημιουργία του και να το συντηρεί σε μια νομοτελειακή τάξη, την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη»: ἔστι δ’ εἱμαρμένη αἰτία τῶν ὄντων εἰρομένη ἤ λόγος καθ’ ὅν ὁ κόσμος διεξάγεται (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Χάρη στην πύρινη υφή του («πυρ τεχνικόν»), ο κοσμικός λόγος συντηρεί και αυξάνει τα πλάσματα, σε αντίθεση με το εγκόσμιο πυρ, το «άτεχνο», που καίει και καταστρέφει· αποτελεί δε μια από τις ποικίλλες εκφράσεις της Φύσης, η οποία «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.) αλλά και «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323).

Στην ατομική του διάσταση, ο ίδιος λόγος συνιστά για τον άνθρωπο τον «εν ημίν» λόγο των Στωικών· χάρις στην ομοιότητά τους, ο άνθρωπος μπορεί να βρεθεί σε πλήρη αρμονία με τον κοσμικό λόγο ακολουθώντας απλά την ίδια του τη φύση, που διέπεται από τις αρχές του ατομικού του λόγου (διόπερ πρῶτος ὁ Ζήνων ἐν τῷ Περὶ ἀνθρώπου φύσεως τέλος εἶπε τὸ ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, ὅπερ ἐστὶ κατ' ἀρετὴν ζῆν· ἄγει γὰρ πρὸς ταύτην ἡμᾶς ἡ φύσις, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 87). Ζωή αντίθετη στο Λόγο – Φύση μπορεί να διέπεται μόνο από πάθος, το οποίο συνιστά ὁρμὴ πλεονάζουσα (ἔστι δὲ αὐτὸ τὸ πάθος κατὰ Ζήνωνα ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν ψυχῆς κίνησις ἢ ὁρμὴ πλεονάζουσα, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 101). Ενώ για τα ζώα, το να ζουν σύμφωνα με τη φύση τους ισοδυναμεί με το να ζουν με βάση τις φυσικές ορμές τους, για τα όντα που έχουν λογική (άνθρωποι) δίνεται μια ανώτερη ρύθμιση, δηλαδή ο λόγος=διάκριση, που κάποτε μπορεί και να εναντιώνεται (υπερεπιβάλλεται) στη φυσική ορμή για την "τελειότερη προστασία τους": τούτοις μὲν [στα ζώα] τὸ κατὰ φύσιν ζῆν τῷ κατὰ τὴν ὁρμὴν διοικεῖσθαι. τοῦ δὲ λόγου τοῖς λογικοῖς κατὰ τελειοτέραν προστασίαν δεδομένου, τὸ κατὰ λόγον ζῆν ὀρθῶς γίνεσθαι <τού> τοῖς κατὰ φύσιν. τεχνίτης γὰρ οὕτως ἐπιγίνεται τῆς ὁρμῆς (Διογένης Λαέρτιος VII, 86).

Σημαντικότερη πτυχή αυτής της εναρμόνισης είναι ο σεβασμός απέναντι στα πάντα, εφόσον όλα εμπεριέχουν τον ίδιο το Θεό και εξελίσσονται με βάση την επιθυμία του, όπως αυτή εκδηλώνεται στον ιδιαίτερο σπερματικό λόγο που τα οριοθετεί διόπερ τέλος γίνεται τὸ ἀκολούθως τῇ φύσει ζῆνγι αυτό και γίνεται σκοπός να ζει κανείς σύμφωνα με το φυσικό νόμο, ὅπερ ἐστί κατὰ τε τὴν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν τῶν ὅλων όπως ακριβώς υπάρχει αυτός μέσα στον ίδιο και σε όλα τα άλλα πλάσματα,οὐδὲν ἐνεργοῦντας ὧν ἀπαγορεύειν εἴωθεν ὁ νόμος ὁ κοινός χωρίς να κάνει τίποτα που να απαγορεύεται από τον κοινό αυτό νόμο, ὅσπερ ἐστίν ὁ ὀρθός λόγος, διὰ πάντων ἐρχόμενος που δεν είναι άλλος από τον κοινό λόγο, τον διερχόμενο από τα πάντα, ὁ αὐτός ὤν τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι ο ίδιος που ενυπάρχει και στο Δία, αποτελώντας τον καθοδηγητή του στη διοίκηση των όντων (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 88). Σεβόμενος και αποδεχόμενος το λόγο σε κάθε εκδήλωσή του, ο άνθρωπος κατακτά τη στωική αταραξία, ισοδύναμη της μακαριότητας που μνημονεύεται από άλλους φιλοσόφους αλλά και από τη Βεδική Παράδοση. Αρωγός του σε αυτή την προσπάθεια είναι ο ίδιος ο λόγος, που στη δική του περίπτωση (ανθρώπινη ενσωμάτωση) εκδηλώνεται σα δύναμη διάκρισης που οδηγεί στην εκάστοτε ορθή επιλογή ἄλλοι δὲ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ορθὸν λόγον κριτήριον [της αληθείας] ἀπολείπουσιν, ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ Περί Κριτηρίου φησί» (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 54). Μέσω αυτού του λόγου-διάκρισης, ο σπερματικός λόγος του ανθρώπου αναπτύσσεται πλήρως κι ανθίζει, αποδίδοντας τον λόγο-καρπό της ανθρώπινης ενσωμάτωσης.



Βιβλιογραφία

1. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Οι Έννοιες, Οι Θεωρίες, τα Ρεύματα και τα Πρόσωπα (εξάγλωσση ορολογία), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.
2. Πλάτωνος Πολιτεία, μτφ Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Πόλις, Αθήνα 2002.
3. Πλάτωνος Κρατύλος, μτφ Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1994
4. Πλάτωνος Τίμαιος ή Περί Ατλαντίδος, μτφ Αθανάσιος Τσακνάκης, Βιβλιο...βάρδια Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005.
5. Πλάτωνος Φαίδρος, μτφ Ν. Αχείμαστος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα.
6. Αριστοτέλους Άπαντα, Τόμος 4 (Μεγάλα Ηθικά, Οικονομικός, Περί Αρετών και Κακιών), μτφ Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1993.
7. Αριστοτέλους Περί Ψυχής, μτφ Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998.
8. Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, μτφ Ανδ. Δαλέζιος, Πάπυρος Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, Αθήνα 1975 (2 τόμοι)
9. Jean Brun, Ηράκλειτος, μτφ Σαπφώ Διαμαντή, Μτφ αυθ. κειμένων Πόλυ Γκέκα, Πλέθρον Αθήνα 1987.
10. Καραβίας Α., Ηρακλείτος, Τα Αποσπάσματα, μτφ Ευαγγ. Ρούσσου, Α. Καραβία, Αθήνα 1971.
11. Παρμενίδης ο Ελεάτης, Περί Φύσιος, μτφ Γεώργιος Καραγιάννης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2003.
12. Philo I-V, Loeb Classical Library, London 1968
13. Emile Brehier, Les Ιdees Philosophiques et religieuses de Philon d’ Alexandrie, Librairie Alphonse Picard & Fils, Paris 1908.
14. Diogenes Laertius II, Loeb Classical Library, London 1958, Books VI-X.
15. Ioannes Ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, Ιn Aedibus B.G. Teubneri, Lipsiae MCMIII. (3 Volumen).
16. http://tovima.dolnet.gr/data/D2000/D1119/1abc10b.gif
17. http://www.rassias.gr/STOIC29.html
18. http://www.rassias.gr/STOIC2.html
19. http://www.protopapadakis.gr/college%20notes.htm
20. http://www.mikrosapoplous.gr/heracletus/heracletus1.htm
21. http://www.ekivolos.gr/stoikoi%20filosophoi.htm
22. http://www.omhros.gr/Kat/History/Txt/El/MsZ/Zenon.htm

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Απολλώνιος ο Τυανέας



Γεννήθηκε στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. στα Τύανα της Καπαδοκίας και έμεινε γνωστός ως ο "Απολλώνιος ο Τυανέας". Γι αυτόν τον Έλληνα φιλόσοφο γράφτηκαν πολλά από τους μετέπειτα ιστορικούς, φιλόσοφους και συγγραφείς. Ήταν μία πολύ σημαντική προσωπικότητα που έδρασε καιεπηρέασε σημαντικά την πορεία της εξέλιξης της φιλοσοφικής σκέψης της εποχής του. Αναγνωρίστηκε ως "θείος Άνθρωπος" σχεδόν από όλους τους λαούς της Μεσογείου, στην εποχή του. Αργότερα όμως ξεχνιέται από τον πολύ κόσμο και συντροφεύει μόνο τη σκέψη εκείνων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φιλοσοφία.
Καταγόταν από πλούσια οικογένεια και οι αναφορές για την γέννησή του είναι γεμάτες από συμβολικά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει μόνο σε Ανθρώπους που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία της Ανθρώπινης εξέλιξης.

Ο Φιλόστρατος γράφει πως η μητέρα του Απολλώνιου είδε ένα όνειρο λίγο πριν από τη γέννησή του. Της παρουσιάστηκε στο όνειρό της ένας θεός. Όταν τον ρώτησε για το μέλλον του παιδιού το οποίο θα γεννούσε, αυτός της απάντησε: Θα γεννήσεις Εμένα !

- Και ποιός είσαι εσύ τον ρώτησε εκείνη.
- Είμαι ο Π ρ ω τ ε ύ ς, ο θαλάσσιος γέρων.

Πράγματι ο Απολλώνιος, είχε την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον σαν τον Πρωτέα, να ελέγχει όλες τις καταστάσεις και να διαφεύγει από κάθε κίνδυνο που συναντούσε.

Η μητέρα του Απολλώνιου, λίγο πριν τον γεννήσει πήγε σ' ένα λιβάδι για να μαζέψει λουλούδια. Εκεί νύσταξε και κοιμήθηκε, ενώ ένα σμήνος λευκών κύκνων την περικύκλωσε με σηκωμένα τα φτερά προς τον ουρανό, κάτω από τον ήχο ενός μελωδικού παιάνα. Καθώς ξυπνούσε από αυτήν την εξαίσια μελωδία γέννησε τον θεόσταλτο Απολλώνιο, χωρίς πόνο. Ταυτόχρονα, ένας κεραυνός σταλμένος από τον Δία έπεσε δίπλα του χωρίς να τον αγγίξει.

Από μικρή ηλικία φανερώθηκαν τα πλούσια χαρίσματά του. Είχε μεγάλη ευφυία, πολύ δυνατή μνήμη και έκφραζε ό,τι διάβαζε με πολύ μεγάλη ευφράδεια. Ο πατέρας του τον έστειλε σε ηλικία 14 χρόνων στην Ταρσό της Κιλικίας, δίπλα στον μεγάλο ρήτορα Ευθύδημο από τη Φοινίκη, για να τον διαπαιδαγωγήσει. Αργότερα πήγε στις Αιγές των Τυάνων, όπου μυήθηκε στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Χρύσιππου, του Επίκουρου και άλλων φιλοσόφων. Δήλωνε θαυμαστής του Πυθαγόρα και έζησε σύμφωνα με τα πρότυπα του Πυθαγορισμού. Δώρισε την έπαυλή του στον τότε Δάσκαλο της Πυθαγόρειας σχολής Εύξενο και από 16 χρονών άρχισε να ζεί πολύ πειθαρχημένα. Δεν έτρωγε κρέας παρά μόνο χόρτα και καρπούς. Έπινε μόνο νερό και απέφευγε οτιδήποτε προερχόταν από ζώα. Μόνιμη κατοικία του ήταν τα Ιερά.

Ο Απολλώνιος ο Τυανέας ήταν ένας πραγματικός φιλόσοφος. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από τις Διδασκαλίες που διέδωσε, άλλα κυρίως από τον τρόπο που τις εφάρμοζε. Ήταν ένας πρακτικός φιλόσοφος και για κάθε διδασκαλία του έβρισκε ένα πεδίο εφαρμογής μέσα στην κοινωνία. Ο Φιλόστρατος αναφέρει πως σε κάθε χώρα που ταξίδευε έδινε συμβουλές στους άρχοντες οι οποίοι τις εφάρμοζαν προς όφελος όλων των ανθρώπων.

Δεν ήταν απλώς ένας ρήτορας αλλά ήταν ένας πραγματικός αναζητητής της αλήθειας. Μέσα από όλα τα φιλοσοφικά συστήματα αναζήτησε και βρήκε τις πιο εσωτερικές διδασκαλίες και τις έκανε τρόπο ζωής.

Ακολουθώντας πιστά τα διδάγματα του Πυθαγόρα ασκούσε αυστηρή δίαιτα για το σώμα και, σαν αποτέλεσμα της πνευματικής του εξέλιξης, άσκησε τον αυτοέλεγχο και την πενταετή σιωπή. Η πρακτική εφαρμογή των διδασκαλιών τού πρόσφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει υπερφυσικές δυνάμεις σε τέτοιο βαθμό που οι άνθρωποι τον θεοποίησαν. Πάνω απ' όλα όμως, αυτό που χαρακτήρισε τον Απολλώνιο ήταν ότι σε όλη του την ζωή τον συνόδεψε η Αρετή.

Ταξιδεύοντας σχεδόν σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, σε Ανατολή και Δύση ήρθε σε επάφή με πολλά και διαφορετικά ιερατεία. Οι Ιερείς τον αποδέχτηκαν σαν ένα μεγάλο Ιερέα ο οποίος είχε την ικανότητα να επικοινωνεί με άλλες διαστάσεις και άλλα υπερανθρώπινα όντα. Σιγά-σιγά η φήμη του απλώθηκε σε όλες τις περιοχές της Παμφυλίας, της Κιλικίας, της Παλαιστίνης και της Αραβίας. Ταξίδεψε και στην Ινδία για να αναζητήσει εκεί τους Διδασκάλους για τους οποίους υπήρχε η φήμη ότι εφάρμοζαν τις διδασκαλίες που πρέσβευαν, για το καλό όλων των ανθρώπων. Έτσι ξεκίνησε ένα μακρυνό ταξίδι, αρκετά δύσκολο για την εποχή εκείνη και μέσα από θαυμαστές περιπέτειες φθάνει στη χώρα των φιλοσόφων.

Σε όλα τα ταξίδια του τον ακολουθούσαν μαθητές του. Ο Δάμις ήταν ο πιο πιστός και αργότερα έγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη βιογραφία του Δασκάλου του. Με βάση αυτά τα γραπτά ο Φλάβιος Φιλόστρατος έγραψε τον βίο του Απολλώνιου του Τυανέα.

Υπάρχουν πολλές αναφορές για την ζωή και το έργο του μεγάλου φιλοσόφου. Τον αναφέρουν ο Δίων Κάσσιος, ο Αμμιανός Μαρκελίνος, ο Λουκιανός Ιεροκλής, ο Ευσέβιος, ο Κασσιόδωρος, ο Φώτιος και πολλοί άλλοι.

Ο γνωστός εσωτεριστής Ελφάς Λευϊ ερμηνεύει και αποκαλύπτει ερμητικές και αλχημικές διδασκαλίες που είναι διάσπαρτες μέσα στις αναφορές για τον Απολλώνιο. Η Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ αφιερώνει ένα ειδικό κεφάλαιο σε έναν από τους τόμους της Μυστικής Διδασκαλίας, κατατάσσοντας τον Απολλώνιο στους μεγαλύτερους Μυημένους Διδασκάλους όλων των εποχών.

Η παράληλη ανάπτυξη του χριστιανισμού, την εποχή εκείνη, είναι η βασική αιτία που η φήμη του Απολλώνιου καλύφθηκε με γκρίζα πέπλα και το έργο του έμεινε άγνωστο για πολλά χρόνια.
Ο Απολλώνιος ασχολήθηκε με την αναγέννηση και την διατήρηση σε υψηλά επίπεδα, των Ιερατείωντα οποία βρίσκονταν γύρω από τη Μεσόγειο. Ταξίδεψε στην Κύπρο, την Έφφεσο, τη Χίο, τη Ρόδο, την Κρήτη, την Αθήνα και τη Σπάρτη. Αργότερα επισκέφτηκε την Αίγυπτο, την Ιταλία και την Ισπανία. Ήρθε σε επαφή με Ρωμαίους αυτοκράτορες, τους οποίους συμβούλεψε και τους έστρεψε προς το Καλό. Η θέλησή του για την αυστηρή εφαρμογή των Διδασκαλίων με στόχο το κοινό Καλό, τον έφερε σε σύγκρουση με το κατεστημένο κι έτσι φυλακίστηκε και εκδιώχθηκε από τον Δομιτιανό. Γρήγορα όμως ελευθερώθηκε και συνέχισε απτόητος το ιερό του έργο.

Μια προσεκτική μελέτη των αναφορών για τον Απολλώνιο αποκαλύπτει ότι ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος εκδήλωνε πολύ φυσικά με απλό και αποτελεσματικό τρόπο τις υπαρανθρώπινες δυνάμεις του. Θεράπευσε πάρα πολλούς ανθρώπους από ανίατες ασθένειες, εμφανιζόταν σε πολλά και διαφορετικά μέρη ταυτόχρονα, έκανε προγνώσεις για το άμεσο μέλλον που σε λίγες μέρες επαληθεύονταν, καταλάβαινε όλες τις γλώσες χωρίς ποτέ ο ίδιος να τις έχει διδαχθεί και τέλος του αποδίδονται ακόμα και αναστάσεις νεκρών.

Ο ίδιος δεν έκανε επίδειξη των δυνάμεών του, άλλα βοηθούσε ανθρώπους και λαούς που είχαν άμεση ανάγκη, με στόχο την απαναφορά των ανθρώπων στο σωστό δρόμο. Έτσι προκάλεσε το θαυμασμό και την αποδοχή χιλιάδων ανθρώπων άλλα και τη συκοφαντία και τη διαστρέβλωση των ενεργειών του από άλλους.

Αν κάποιος έχει τη δυνατότητα να εμβαθύνει πιο πολύ στη μελέτη και την έρευνα για την ζωή και το έργο του Απολλώνιου, καταλαβαίνει ότι ο Απολλώνιος ξεφεύγει από τα ανθρώπινα πλαίσια. Τον βλέπουμε να διορθώνει και να κατευθύνει ιερείς και ιερατεία για να αποκατασταθεί με πιο σωστό τρόπο η επικοινωνία των ανθρώπων με το θείο. Διδάσκει τον σφαιρικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, την αναζήτηση της αλήθειας και την αποφυγή από τον φανατισμό και τον δογματισμό που βλάπτει τους ανθρώπους. Δίνει σημασία και στην παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής του απλού ανθρώπου, γι αυτό τον βλέπουμε να κατευθύνει βασιλείς άλλα και να συγκρούεται με το κατεστημένο της εποχής, αμετακίνητος.

Η ζωή και του έργο του Απολλώνιου του Τυανέα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο και πηγή πρακτικών Διδασκαλιών, για όποιον θέλει να ακολουθήσει ένα δρόμο εξέλιξης, ένα δρόμο μαθητείας με ανοιχτό μυαλό και χωρίς προκαταλήψεις, με στόχο έναν καλύτερο άνθρωπο και μια καλύτερη κοινωνία.



πηγή

Ο ΚΥΚΕΩΝ ΣΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΗΤΑΝ ΨΥΧΟΔΗΛΩΤΙΚΟ;



Γράφει ο Γιώργος Οικονομόπουλος
«Είχε δύσει ο Ήλιος, όταν ο Αρχίλαος μπήκε στο Ναό, μαζί με τους άλλους μυηούμενους στα Μεγάλα Μυστήρια της Δήμητρας – στην Ελευσίνα. Είχε προηγηθεί ολιγοήμερη νηστεία και «ακούσματα» – διδαχή, από μυστικές φωνές. Αυτές ακούγονταν μέσα από τους τοίχους μιας μικρής υπόγειας αυλής που περίμεναν, πριν μπουν στο Ναό. Είχαν ακούσει να τους προκαλούν να σκεφτούν πάνω στην αλήθεια, ότι η Περσεφόνη ήταν μέσα σε κάθε άνθρωπο. Κι ότι καθένας μας, στην αναζήτηση της ομορφιάς – κόβοντας λουλούδια – σχετίζεται και με το «Νάρκισσο» – την νάρκωση της Συνείδησης και τότε κατέρχεται στον Άδη.*
ο Αρχίλαος, σκέφτηκε ότι ηχητικά Α-Δ-Ι-Σ ήταν αλλαγμένο Δ-Ι-Α-Σ και ότι «πάνω» και «κάτω» κόσμος είναι απλά μια αλλαγή θέσης. Σκέφτηκε ότι, Φερσε-Φόνη, ήταν αυτή που «έφερνε» και «έπαιρνε» – «φόνευε». Θυμήθηκε τη φράση: «Φερσεφόνια! Φέρεις γαρ αεί και πάντα φονεύεις». Εύρεση και Χάσιμο, παρουσία και απουσία, ξύπνιος και κοιμισμένος, ζωντανός και πεθαμένος! Ο Αρχίλαος την έψαχνε με τον εαυτό του και είχε γνωρίσει ανθρώπους, που έχοντας μυηθεί στα Μεγάλα Μυστήρια, είχαν αλλάξει τη ζωή τους και σαν να μη φοβούνταν πια το Θάνατο!
Είχε περάσει περίπου μισός χρόνος που θα είχε «καθαρθεί» στον καταρράκτη του Ιλισού, στα Μικρά Μυστήρια τα «εν Αγραίς». Ήταν αποφασισμένος να γίνει «επόπτης», να δει τα «Ιερά», να ανεβάσει την Περσεφόνη από τον Άδη! Ήταν μαθητευόμενος λιθοξόος-γλύπτης και ήθελε να λαξεύσει και τα μάρμαρα της ψυχής του…Προχωρούσαν τώρα σε σκοτεινούς διαδρόμους, που φωτίζονταν από αραιούς δαυλούς. Πριν μπουν στο Ναό είχαν πιει τον «κυκεώνα» – ένα κριθαρόζουμο με βληχώνα και τώρα ένοιωθε κάτι σαν ίλιγγο, ενώ τον διαπερνούσαν ρίγη.
Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και άρχισε να βλέπει, αχνές αρχικά και πιο λαμπερές στη συνέχεια, οπτασίες. Ακούγονταν ύμνοι και ένοιωσε σαν να βγαίνει από το κορμί του και να ταξιδεύει στον ουρανό! Βρέθηκε ανάμεσα στους Θεούς και τις Νύμφες και τους Ημίθεους. Και ξαφνικά γκρεμίστηκε σε ένα μαύρο βάραθρο, με την τρομακτική μορφή της γοργόνας Μέδουσας να τον καταδιώκει…»
Σ’ αυτό το σημείο, το κείμενο διακόπτεται, πιθανόν από τήρηση του άρρητου των μυστηρίων και μένει σ’ όλους μας να πιθανολογήσουμε για το περιεχόμενο, το σκοπό και τ’ αποτελέσματα της εμπειρίας της Ελευσίνιας Τελετής.
Στα «Μεγάλα Μυστήρια», όπως λέγονταν τα Ελευσίνια, αφιερωμένα στη Δήμητρα και στην επάνοδο της κόρης της Περσεφόνης από τον Άδη, οι μυηούμενοι εγίνοντο «επόπτες». Έβλεπαν δηλαδή την σύνολη πραγματικότητα, που περιλάμβανε τον ερχομό, τη φυγή και την επιστροφή. Ερχόντουσαν σε επικοινωνία με τον σκοτεινό κόσμο του Ασυνείδητου, για να μάθουν το ταξίδι του εαυτού τους, στις περιοχές της Αθανασίας και να επιστρέψουν ισχυρότεροι – όπως η Περσεφόνη με το γιο της τον «Βριμό»!
* Σύμφωνα με το μύθο, την Περσεφόνη άρπαξε ο Πλούτωνας, μόλις έκοψε τον Νάρκισσο. Έκτοτε περνούσε το ένα τρίτο του χρόνου της στον Άδη και τα δύο τρίτα στον πάνω κόσμο. Στα Ελευσίνια, η Περσεφόνη ανασταίνεται έχοντας γεννήσει γιο από τον Πλούτωνα, τον Βριμό. (Ισχυρό)
Το περιεχόμενο της εμπειρίας και τα «δρώμενα» ήταν «άρρητα». Δεν λεγόντουσαν και κρατιόντουσαν σαν «ιερό μυστικό». Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε μια εκστατική εμπειρία, που μεταμόρφωνε την αντίληψη των μυηούμενων για τη ζωή και τον θάνατο. Σε όλα τα αρχαία μυστήρια, αυτό που επιδιωκόταν ήταν το ΒΙΩΜΑ των παραδόσεων ή της κοσμοαντίληψης της κάθε εθνικής θρησκείας. Οι μύστες είχαν δει! Είχαν γίνει ΕΠΟΠΤΕΣ! Είχαν γνωρίσει «από πρώτο χέρι» τις «άλλες» πραγματικότητες και είχαν ανακαλύψει τη θέση τους ανάμεσα στους «δαίμονες» και τους «Αγγέλους» του θρησκευτικού τους Σύμπαντος. Στην Ελευσίνα, έβλεπαν μορφές, που ο Πλάτωνας στο Φαίδρο, αποκαλεί «φάσματα» ενώ ο Σώπατρος μας αναφέρει ότι έβλεπαν την άνοδο της Περσεφόνης μέσα σε φως με το μικρό γιο της τον Βριμό. Αυτές οι εμπειρίες της αλλαγής των αισθήσεων και της συνείδησης και του ταξιδιού στις «άλλες» πραγματικότητες, ερμηνεύονται από τη χρήση του Κυκεώνα, εφόσον περιείχε ψυχότροπα συστατικά.
Τα ψυχότροπα φυτά, χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες χρόνια τώρα, για τη δημιουργία «πνευματικών» ή «αλλοκοσμικών» εμπειριών. Η «βρώση» και η «πόση» του «σώματος και αίματος» του Θεού, ήταν ανέκαθεν ο πιο άμεσος τρόπος μετάδοσης των θεϊκών ιδιοτήτων στους θνητούς. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα ψυχότροπα μανιτάρια ψιλοκυβίνης, που χρησιμοποιούν στις τελετές τους οι Ινδιάνοι της Μεσαμερικής, τα λένε: «Σάρκα των θεών». Υπήρχε πλήθος ψυχοτρόπων φυτών και συνδυασμών τους με διαφορετικές το καθένα επιδράσεις: Από απλή ζάλη έως ύπνο και από διέγερση έως θάνατο. Οι περιγραφές του Διοσκουρίδη για τις επιδράσεις του λιβανιού αν αναμιχθεί με κρασί και του Πλίνιου, γι’ αυτές που προκαλεί κυκλάμινο με κρασί και πικροδάφνη με κρασί, δεν μας αφήνουν αμφιβολία για τις γνώσεις και τη χρήση ψυχοτρόπων, που μπορεί να έκαναν οι αρχαίοι σε ειδικές περιπτώσεις, όπως εορτές και τελετές.
«Σόμα» και Κάνναβη του Σίβα στις Ινδίες, μανιτάρια παντού, κάκτους Μεσκαλίνης στους Ινδιάνους της Αμερικής, Νηπενθές στην Οδύσσεια – το πιθανότερο: όπιο, ενώ ο Υοσκύαμος που αναφέρουν ο Πλίνιος και ο Ξενοφώντας, συναγωνίζονταν τον Μανδραγόρα και τον Ελλέβορο ή Μελαμπόδιο, που αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Μένανδρος. Και φυσικά, στην Ελευσίνα, έχουμε δύο βασικά ψυχότροπα, που προκαλούν την κάθοδο στον Άδη ή στο Α-συνείδητο. Το πρώτο είναι στη θεωρία του μύθου και είναι το λουλούδι: Νάρκισσος, που ναρκώνει και κατεβάζει την Περσεφόνη στον «κάτω» σκοτεινό κόσμο. Το δεύτερο είναι η πράξη της μέθεξης: η πόση του Κυκεώνα, που δημιουργεί, όπως λέει ο Πλούταρχος, «φρίκη και τρόμο και ιδρώτα και θάμβος» και σε «κατεβάζει» – αυτή τη φορά ξύπνιο – στους άλλους κόσμους.
Την πιο σοβαρή ένδειξη, για τη φύση του κυκεώνα και των «ιερών» σαν ψυχοτρόπων ουσιών, μας δίδει η περίπτωση του Αλκιβιάδη, που αυτός και οι φίλοι του κατηγορήθηκαν για ιεροσυλία το 415 π.Χ., έχοντας χρησιμοποιήσει τον κυκεώνα για διασκεδάσεις στα σπίτια τους, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο ομώνυμο βιβλίο του.
Οι επιδράσεις των ψυχοτρόπων, που αλλάζουν βαθιά τη συνείδηση, ανάλογα με το αν είναι αρνητικές ή θετικές, δίνουν και την ανάλογη ονομασία. Όντας ψυχο-δηλωτικά, μπορούν ν’ αποκαλύψουν από εφιαλτικά τραυματικά και φοβικά στοιχεία, μέχρι αισθήματα υπέρτατης έκστασης, καθαρότητας και σοφίας. Στην πρώτη περίπτωση τα λένε: Ψυχοδυσληπτικά ή Ψυχοσιομιμητικά και στη δεύτερη περίπτωση: Ψυχοδιασταλτικά (Mind expanding) και Ενθεογενή (entheogenic).
Τα Δημητριακά: κριθάρι, στάρι, σίκαλη κ.α. δεν έχουν ψυχότροπες ιδιότητες. Ένα παράσιτο όμως σε ξενιστή των Δημητριακών, η Ερισυβώδης Όλυρα, σκληρώτιο του μύκητα claviceps purpurea, έχει τα βασικά αλκαλοειδή που περιέχουν Λυσεργικό οξύ. Η Ερισυβώδης Όλυρα της σίκαλης ονομάστηκε ergot και έγινε αιτία διαταραχών με «ψευδαισθήσεις» τον μεσαίωνα στην Ευρώπη, μεταξύ αυτών που έτρωγαν ψωμί χωρίς άλεσμα. Η ερισυβώδης Όλυρα συνυπάρχει με ένα παρασιτικό αγριόχορτο το Λόλιο ή Ήρα, ζιζάνιο στα Δημητριακά. Το φάγωμα ψωμιού από Λόλιο, σύμφωνα με τον Οβίδιο προκαλεί διαταραχές στην όραση, ενώ ο Πλίνιος αναφέρεις ιλίγγους. Σε μια κωμωδία αναφέρεται η φράση: «Πρέπει να έχει φάει ψωμί από Λόλιο για να βλέπει ανύπαρκτα πράγματα». Ο Ψευδο-Διοσκουρίδης αναφέρει την Ήρα σαν «φυτό της παραφροσύνης».
Το κριθάρι μολύνεται συχνά από τον μύκητα που περιέχει Λυσεργικό οξύ – τον βασικό πυρήνα του ψυχοδηλωτικού L.S.D. (Δι-αιθυλ-αμίδη του Λυσεργικού οξέως). Κριθαρόζουμο με βληχώνα, είχε σαν συστατικά ο κυκεώνας, μας λέει ο Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα. Κι αμέσως μετά, κενό στο αρχαίο κείμενο! Και έτσι μας μένει να βγάλουμε συμπεράσματα από την ερμηνεία των στοιχείων του μυστηρίου: Κριθαρόζουμο, Ρίγη, Ίλιγγος, Φάσματα, Αλκιβιάδης, Ιεροσυλία. Κάπου μπορεί να είχε δίκιο ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς που έγραφε ότι «τα “Ιερά” της τελετής ήσαν φαγώσιμα». Έτσι, λογικά, θα μπορούσε να τα μεταφέρει ο Αλκιβιάδης σπίτι του για να «διασκεδάσει» με τους φίλους του.
Το «κριθαρόζουμο, έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να περιείχε ψυχοδηλωτικό της ομάδας του Λυσεργικού, όπως το L.S.D. Αυτού του είδους τα ψυχότροπα υπάρχουν σε διάφορα φυτά, όπως σε περικοκλάδες και στο φυτό ololiqui που οι Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν στις τελετές τους. Τα ζιζάνια των Δημητριακών όπως το Paspalum Distichum λέγονται «Αγρωστίδες» και φέρουν συνήθως την Ερυσιβώδη Όλυρα με τις ψυχότροπες επιδράσεις
Οι επιδράσεις αυτών των ψυχοδηλωτικών, προσομοιάζουν με αυτές της Διαιθυλαμίδης του Λυσεργικού οξέως(L.S.D.): Ρίγη, τρόμος, ίλιγγος, αισθητηριακές αλλαγές, «φάσματα», «Μεταφυσικές» εμπειρίες. Ειδικά οι τελευταίες, είναι αυτές που χαρακτηρίζουν τις λεγόμενες «ενθεογενείς» ουσίες, στις οποίες κατατάσσονται οι ψυχεδελικοί μύκητες. Δεν είναι τυχαίο ότι τη διάδοση της χρήσης των ψυχεδελικών στη Δύση, τη δεκαετία 1960 την ακολούθησε αμέσως η αναζήτηση της μυστικιστικής και εσωτερικής φιλοσοφίας και η διάδοση των αρχαίων Ανατολικών πνευματικών διδασκαλιών και των σχετικών μεθόδων πνευματικής ανάπτυξης. Διάφορες μορφές γιόγκα, Τάντρα, Διαλογισμός δίπλα σε σαμανιστικές τεχνικές, και μεθόδους αυτογνωσίας από ινδιάνικες έως βουδιστικές, αποτέλεσαν έναν πολύχρωμο κήπο «μεταφυσικής» αναζήτησης, που αναπτύχθηκε την εποχή της ψυχεδελικής έκρηξης.
Η αλλαγή συνείδησης, που προκαλείται από τις ψυχοδηλωτικές ουσίες, αναπτύσσει τη μεταφυσική αναζήτηση, γιατί αλλάζει σημαντικά την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, την αντίληψη του Εαυτού και του Κόσμου, την αίσθηση της ζωής και την ίδια την ταυτότητα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος καταναλώσει ψυχοδηλωτικά θα δει το Θεό μέσα του (εντός-θεός-γεννιέται – ενθεογενές). Το αποτέλεσμα είναι πάντα εξαρτημένο από τη δόση, το περιβάλλον και την προετοιμασία. Σε άλλη δόση και με άλλη σκοπιμότητα, τα ψυχοδηλωτικά – επειδή αυξάνουν την αισθαντικότητα, μπορούν να οδηγήσουν σε αισθησιακές διασκεδάσεις – όπως του Αλκιβιάδη ή των σύγχρονων Μουσικών φεστιβάλ.
Σε άλλη δόση, με κατάλληλη προετοιμασία και σε κατάλληλο περιβάλλον, όπως στην Ελευσίνια Τελετή, μετά από 9 ημέρες νηστείας και σχετικά «ακούσματα», έκαναν τους χρήστες του κυκεώνα «παθείν και διατεθήναι». «Να παθαίνουν και να μπαίνουν σε μια κατάσταση» (Αριστοτέλης) ώστε, όπως λέει ο Ψελλός: «Αυτού παθόντος του νου την έλλαμψιν… αυτοπτήσας τωί νωί»: «να υφίστανται το φωτισμό στο νου τους ώστε να γίνονται αυτόπτες» – να βλέπουν τις αλήθειες με τα ίδια τους τα μάτια.
«Ενήστευσα, έπιον τον κυκεώνα» μας λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ήταν το βασικό σύνθημα εισόδου στην Μυστική εμπειρία. Αυτή, ήταν τέτοια ώστε να γράψει ο Πίνδαρος: «Όλβιος όστις ίδων κειν εις υποχθόν. Οίδε μεν βίου τελευτάν οίδε δε Διόσδοτον αρχάν» «Ευτυχισμένος εκείνος που θα δει αυτά που είναι κάτω από την γη! Γιατί γνώρισε το σκοπό (τέλος) της ζωής του και την από το Δία δοσμένη αρχή του.»
Πιστεύω, ότι το γεγονός της «ιεροσυλίας» του Αλκιβιάδη με τη χρήση του κυκεώνα είναι η μεγαλύτερη ένδειξη της ψυχοτρόπας επίδρασης του Ελευσίνιου ποτού. Οι δε περιγραφές των εμπειριών, φαίνονται να δικαιώνουν τον Gordon Wasson, Carl Ruck και Albert Hofmann, έναν εθνομυκητολόγο, έναν Αρχαιολόγο κι έναν χημικό αντίστοιχα, που στο βιβλίο τους: «Ο Δρόμος στην Ελευσίνα – Αποκαλύπτοντας το Μυστικό των Μυστηρίων», καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κυκεώνας ήταν σχετικό με το L.S.D. ψυχοδηλωτικό, προερχόμενο από την Ερυσιβώδη Όλυρα. Στόχος της χρήσης του ήταν να υπάρξει Αναγέννηση ή Ανάσταση της «Περσεφόνης». Αυτό συμβολικά αναφέρεται στο φωτισμό της Συνείδησης (εποπτεία) αφού θα είχε περάσει από τις αόρατες περιοχές της πραγματικότητας – τις «κάτω από τη γη».
Δυστυχώς σήμερα, η έστω και ερευνητική χρήση – με τους καλύτερους κανόνες προστασίας – των ψυχοδηλωτικών, είναι αυστηρά απαγορευμένες. Οι ουσίες, που κυκλοφορούν σαν ψυχοδηλωτικά – τα «τριπάκια», συνήθως δεν είναι καθαρές ή ελεγμένες ποιοτικά. Έτσι, οι κίνδυνοι χρήσης είναι πολλαπλάσιοι, από αυτούς που ήταν για χιλιάδες χρόνια μέχρι πριν τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα η ανάσταση της «Περσεφόνης» με ψυχοδηλωτικά είναι επικίνδυνη και ιστορικά ανεπίκαιρη. Η Ελευσίνια Τελετή θάφτηκε πριν δεκαπέντε αιώνες!
Βιβλιογραφία
Carl KerenyiΕΛΕΥΣΙΣ Μυστήρια και Λατρεία, Εκδ. Ιάμβλιχος 1999
Luizi ZojaDRUGS, ADDICTION AND INITIATION, Daimon 2000
G. Wasson, Al. Hofmann, C. RuckTHE ROAD TO ELEUSIS, 1978
Κ. ΓιουγκΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΟΥ,. Εκδ. Αρσενίδης
Π. ΛεκατσάΔΙΟΝΥΣΟΣ, Βιβλ. Σχολής Μωραΐτη 1971
Π. ΛεκατσάΕΡΩΣ, Εκδ. Δίρφος Αθήνα 1963
Γ. ΜαλτέζουΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ, Αθήνα 1934
Ι. ΠασσάΤΑ ΟΡΦΙΚΑ, Εκδ. Εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η αληθινή διδασκαλία της Οδύσσειας





Άραγε αυτό γιατί δεν μας τα διδάξαν στο σχολείο;;;“..Διαβάστε το! Αρκούν 2 λεπτά
Αλλά μπορεί να το σκέπτεστε για πολύ περισσότερο
Άραγε μας τα διδάξαν στο σχολείο;;; μάλλον όχι γιατί πρόσεχα την ώρα των αρχαίων..

Είναι πολύ σημαντικό, αυτές τις κρίσιμες ώρες, να ρίξουμε μια ματιά στην βίβλο των Ελλήνων, δηλαδή στα ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ και να διδαχτούμε, έστω και την τελευταία στιγμή, από το πνεύμα του Οδυσσέα.

ΔΗΛΑΔΗ: Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, να ελέγξουμε την παρόρμηση να έχουμε τις

αισθήσεις μας και τις αντένες μας ΑΝΟΙΧΤΕΣ και να μην παρασυρθούμε από την οργή και το μένος που μας διακατέχει, ώστε να γίνουμε βορρά, στους σύγχρονους “μνηστήρες”.


Όταν ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη, η μεγίστη επιθυμία του είναι ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ, τον κόσμο που του έκλεψαν.


Παρά την μεγάλη του λαχτάρα, διατηρεί την ανωνυμία του και μεταμορφωμένος σε ζητιάνο από την ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, πηγαίνει στο παλάτι ώστε να ελέγξει την κατάσταση και να πάρει τις πληροφορίες που θέλει, υπομένοντας καρτερικά τις προσβολές και την χλεύη των μνηστήρων.


ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ, ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΟΧΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΣΤΕΙΡΑ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ.

Γι αυτό τον λόγο και είναι ο αγαπημένος της Θεάς ΑΘΗΝΑΣ, της Θεάς που αντιπροσωπεύει την ΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΣ, την ΣΟΦΙΑ, την ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.Της Θεάς που μελετά τον εχθρό και τον πολεμά με τα ίδια του τα όπλα.

Όταν όμως έρχεται η ώρα, όταν τους έχει στριμώξει όλους άοπλους σε ένα δωμάτιο, όταν φανερώνεται πάνοπλος, ΤΟΤΕ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΕΙ ΟΙΚΤΟ, ΓΙΑΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΙΟΣ ΤΟΥ, που δημιούργησε με τον δικό του ιδρώτα, ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ που οι μνηστήρες καταχράστηκαν και καπηλεύτηκαν μαζί με την φιλοξενία του οίκου του που τιμησε τον ΞΕΝΙΟ ΔΙΑ.


Ο ισχυρότερος αντίπαλός του είναι ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ.

Η λέξη μιλά απο μόνη της.

Είναι η ΑΝΤΙ-ΝΟΗΣΗ, είναι αυτό που μας κάνουν ΤΩΡΑ, είναι ο τρόπος με τον οποίο θολώνουν τις καταστάσεις και την πραγματικότητα ώστε ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΛΕΓΧΟΥΝ.


Είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την καθυπόταξη και δουλεία του ανθρώπου.

Ο επόμενος είναι ο ΕΥΡΥ-ΜΑΧΟΣ.

Αυτός που μάχεται με κάθε τρόπο, με εύρος, ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟΝ, ο δεινός και αδίστακτος μαχητής.

Ο ΑΜΦΙ-ΝΟΜΟΣ! Αυτός που διαστρεβλώνει τον ΝΟΜΟ και την τάξη των πραγμάτων, ο επικίνδυνος γιατί είναι ΕΤΣΙ και ΑΛΛΙΩΣ!

Ο ΑΓΕ-ΛΑΟΣ! Αυτός που άγει τον λαό, που τον παρασύρει με την βοήθεια του ΑΝΤΙ-ΝΟΟΥ.

Που τον μετατρέπει σε ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΑΓΕΛΗ!

Κανένα όνομα στα Ομηρικά έπη δεν είναι δοσμένο στην τύχη!

Κρύβουν βαθύτατα νοήματα και στο χέρι μας είναι να τα αποκρυπτογραφήσουμε και να διδαχτούμε, ή καλύτερα να συνετιστούμε.

Οι πρόγονοί μας μιλούν, ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΛΕΝΕ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, μας λένε ΠΩΣ ΝΑ ΠΟΛΕΜΗΣΟΥΜΕ, μας λένε πως να τινάξουμε τον ζυγό.

ΑΡΚΕΙ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ!

Και ο Αντίνοος, ο στόχος της πρώτης φονικής βολής του Οδυσσέα. Είναι αυτός ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ να πεθάνει πρώτος.

Γι’ αυτό, μακριά από την προπαγάνδα των ΜΜΕ.

Και τον σκοτώνει ρίχνοντας του το βέλος στον ΛΑΙΜΟ, το ΟΡΓΑΝΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ δηλαδή της επικοινωνίας που την χρησιμοποιεί ενάντια στην νόηση των ανθρώπων! ..”

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ CERN




Untitled333
Όλοι όσοι ασχολούνται με την φυσική, υποστηρίζουν ότι η σειρά των πειραμάτων που διεξάγονται στο CERN, ένα πασίγνωστο πλέον χάρη στην πρόσφατη δημοσιότητα που του παρέχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ευρωπαϊκό εργαστήριο σωματιδιακής φυσικής (ενώ λειτουργεί αθόρυβα και συστηματικά επί πέντε και πλέον δεκαετίες), θα προσφέρει απαντήσεις σε προβλήματα που βασανίζουν την σύγχρονη φυσική επί δεκαετίες και ίσως και την φιλοσοφία που αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα επί χιλιετίες.
  • Όμως σύμφωνα με τον νομπελίστα φυσικό Werner Heisenberg (1901-1976), τον εισηγητή της κβαντομηχανικής, η σύγχρονη φυσική πλησιάζει ή μάλλον επαναφέρει την ερμηνεία του Ηρακλείτου για τον κόσμο, καθώς εάν το πῦρ, που άλλοτε ορίζεται ως εμφανές και άλλοτε ως αφανές (το οποίο κατά τον Ηράκλειτο είναι και το ισχυρότερο), νοηθεί ως ενέργεια, τότε οι αποφάνσεις του μεγάλου Εφέσιου φιλοσόφου, απηχούν λέξη προς λέξη όχι μόνον τις σύγχρονες αντιλήψεις της φυσικής αλλά και τις τάσεις που καταλήγουν στα πειράματα του CERN.
Η ενέργεια συνιστά ουσιαστικά το υλικό, από το οποίο παράγονται όλα τα στοιχειώδη σωματίδια, τα άτομα και γενικά τα πάντα στον κόσμο, αλλά παράλληλα η ενέργεια κινεί τα πάντα στον κόσμο, αποτελώντας μία αναλλοίωτη ουσία, που το συνολικό της ποσό δεν μεταβάλλεται, με τα στοιχειώδη σωματίδια να αποτελούν παράγωγά της, όπως πιστοποιούν πάμπολλα πειράματα, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπεται σε κίνηση, σε θερμότητα, σε φωτεινή ακτινοβολία ή σε διαφορά δυναμικού, προκαλώντας ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα.
Είναι η αιτία όλων των μεταβολών, που εκπροσωπεί μία θεμελιώδη αρχή, την αλλαγή, την άφθαρτη μεταβολή που ανανεώνει τον κόσμο, και αν και αυτή καθαυτή η αλλαγή δεν αποτελεί υλικό αίτιο, ο εκπρόσωπός της, το πῦρ, συνιστά ως θεμελιώδης αρχή και την κινούσα δύναμη.
Στο κοσμολογικό τμήμα του έργου του με τίτλο ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ, ο Ηράκλειτος δηλώνει αφοριστικά πως…
  • DK B30 Κόσμον <τόνδε> τὸν αὐτὸν ἁπάντων οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησε, ἀλλʹ ἦν αἰεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα. (1).
  • (Ο κόσμος παραμένει αναλλοίωτος για όλα τα όντα και δεν είναι δημιούργημα κανενός θεού και κανενός ανθρώπου, αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα, ως πύρ αείζωον, που αναφλέγεται σύμφωνα με καθορισμένα μέτρα και αποσβένεται με καθορισμένα μέτρα).
Πρόκειται μάλλον για την σχεδόν προγραμματική δήλωση του φιλοσόφου που εισάγει τον αναγνώστη στις κοσμολογικές του αντιλήψεις, στοιχείο που προδίδεται από την πρόταξη του όρου κόσμος, τον οποίο ο Σιμπλίκιος ερμηνεύει αξιοποιώντας την έννοια διακόσμησις και ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς την έννοια διαρκὴς διάταξις, αλλά είναι προφανές ότι ο Ηράκλειτος εννοεί το σύμπαν και μάλιστα ο ενικός αριθμός δηλώνει ότι δεν αποδέχεται την άποψη του Αναξιμάνδρου για την ύπαρξη απείρων κόσμων.
Ένα άλλο πρόβλημα απορρέει από την εισαγωγή του όρου μέτρον που προσδιορίζει αφές και σβέσεις του αείζωου πυρός, καθώς ορισμένοι θεωρούν πως είναι ποσοτικός και άλλοι χρονικός, αν και από άλλα αποσπάσματα προδίδεται ότι διατηρεί ταυτόχρονα ποσοτική και χρονική σημασία.
Ο Πλούταρχος (2), που εντυπωσιάζεται με την αφοριστική και προκλητική σαφήνεια του αποσπάσματος, καθώς είναι ένα εντελώς ασυνήθιστο χαρακτηριστικό για το ύφος του Ηρακλείτου, θεωρεί ότι ο μεγάλος Εφέσιος επιθυμεί να διευκρινίσει πως απορρίπτει την θεουργία, αλλά και παράλληλα να αναιρέσει κάθε μεταφυσική αντίληψη για την σχέση του ανθρώπου με την δημιουργία.
Ο Κλήμης που παραθέτει το συγκεκριμμένο απόσπασμα στο έργο του με τίτλο ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ συνεχίζει για άγνωστο λόγο με δύο άλλα αλληλένδετα αποσπάσματα…
  • DK B31 Πυρὸς τροπαὶ πρῶτον θάλασσα· θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ, τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ… Θάλασσα διαχέεται καὶ μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λόγον ὁκοῖος πρόσθεν ἦν ἢ γενέσθαι †γῆ†. (3).
  • (Η πρώτη μεταβολή του πυρός είναι σε θάλασσα, όπου ο υγρός όγκος αποτελείται κατά το ήμισυ από γή και κατά το ήμισυ από φλεγόμενο αέρα… Η θάλασσα διαχέεται και διατηρεί το ίδιο μέτρο αναλογίας, το οποίο ίσχυε πριν μετατραπεί σε γή).
Ο Ηράκλειτος διατυπώνει με τις προτάσεις αυτές ένα κομβικό αξίωμα, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη πρόταση είναι ακατανόητη στην διασωζόμενη μορφή της. Οι Diels και Krantz, που επιχειρούν στην έκδοση των Προσωκρατικών αποκαταστάσεις των αποσπασμάτων, θεωρούν πως η δεύτερη πρόταση έχει την μορφή…Γῆ θάλασσα διαχέεται καὶ μετρέεται ἐς τὸν αὐτὸν λόγον…δηλαδή ότι η γή αναλύεται σε θάλασσα, διατηρώντας το ίδιο μέτρο αναλογίας.
Το αξίωμα αυτό δεν είναι παρά μία απλή διατύπωση που εξηγεί πως το συνολικό ποσό ενέργειας και ύλης δεν μεταβάλλεται, με εφαρμογή της αντίστροφης μετατροπής, όπου το στερεό στοιχείο μεταβάλλεται σε υγρό και το υγρό καταλήγει στο πύρ, δηλαδή σε ενέργεια, με μοναδικό αμετάβλητο χαρακτηριστικό το ποσοτικό μέτρο. Η αντίστροφη μετατροπή αναδύεται και σε άλλο απόσπασμα, όπου…
  • DK B76…ζῇ πῦρ τὸν ἀέρος θάνατον καὶ ἀὴρ ζῇ τὸν πυρὸς θάνατον, ὕδωρ ζῇ τὸν γῆς θάνατον, γῆ τὸν ὕδατος. (4).
  • (Το πύρ ζεί από τον θάνατο της γής και ο αέρας ζεί από τον θάνατο του πυρός, το νερό ζεί από τον θάνατο της γής, ενώ η γή από τον αντίστοιχο του νερού).
Ο Πλούταρχος (5), αξιοποιεί τμήμα του αποσπάσματος, σημειώνοντας πως…πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις, ακολουθούμενος από τον Μάρκο Αυρήλιο (6) που τονίζει …ὅτι γῆς θάνατος ὕδωρ γενέσθαι καὶ ὕδατος θάνατος ἀέρα γενέσθαι καὶ ἀέρος πῦρ καὶ ἔμπαλιν.
Αναμφίβολα η ιδέα της αέναης μετατροπής συναρπάζει επί αιώνες τους μεταγενέστερους συγγραφείς, πλην όμως στην πλήρη μορφή του αποσπάσματος που παραδίδει ο Μάξιμος, αποκαλύπτεται ότι ο Ηράκλειτος αναφέρεται σε ένα κύκλο υλοενέργειας, με τέσσερις διακριτές καταστάσεις (καθαρή ενέργεια, και αέρια, υγρή, στερεά κατάσταση υλικού σώματος), που αποτελούν εκφάνσεις του συμπαντικού κόσμου και είναι εντελώς αλληλένδετες μεταξύ τους.
Μάλιστα επεκτείνει την διαδικασία αυτή και στα έμβια όντα, όπως επισημαίνει ο Πορφύριος, θεωρώντας προφανώς ότι δεν αποτελούν ιδιαίτερο τμήμα του κόσμου, καθώς υπόκεινται στο ίδιο αξίωμα…
  • DK B77 …ὅθεν καὶ Ἡράκλειτον ψυχῇισι φάναι τέρψιν ἢ θάνατον ὑγρῇσι γενέσθαι, τέρψιν δὲ εἶναι αὐταῖς τὴν εἰς γένεσιν πτῶσιν, ἀλλαχοῦ δὲ φάναι ζῆν ἡμᾶς τὸν ἐκείνων θάνατον καὶ ζῆν ἐκείνας τὸν ἡμέτερον θάνατον. (7).
  • (Όπου και ο Ηράκλειτος αποφαίνεται ότι για τις ψυχές η τέρψη είναι ο θάνατος με την μετάπτωση στην υγρή κατάσταση, ενώ η τέρψη τους είναι και η μετάπτωση της γέννησης, καθώς και σε άλλο σημείο αποφαίνεται πως εμείς βιώνουμε τον θάνατό τους, ενώ εκείνες τον θάνατό μας).
Είναι αξιοσημείωτο ότι με τον όρο τέρψις, καλύπτονται και οι δύο καταστάσεις, δηλαδή ο θάνατος της ψυχής (που οδηγεί στην γένεση του εμβίου όντος), αλλά και ο θάνατος του εμβίου όντος (που καταλήγει στην γένεση της ψυχής), καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος συμπεραίνει πως αυτή καθαυτή η μεταβολή συνιστά την ουσία του ζητήματος και όχι οι εκφάνσεις της μίας ή της άλλης κατάστασης, ενώ το γεγονός ότι αναφέρεται πλέον σε ένα ανθρώπινο όν ενταγμένο στην συμπαντική διαδικασία, συνιστά μία πρώτη υπόμνηση κατά του ανθρωποκεντρισμού.
Ο θάνατος βέβαια δεν νοείται με την έννοια της εποχής μας, καθώς κατά τον Ηράκλειτο, απλώς ορίζει το φαινόμενο της μετάπτωσης από μία κατάσταση σε μία άλλη και δεν εμπεριέχει ως έννοια μεταφυσικά χαρακτηριστικά.

Untitled555

Όμως είναι πολύ πιθανόν ο φιλόσοφος να προχωρεί μετά το εισαγωγικό του απόσπασμα για το σύμπαν σε δύο βασικές έννοιες με τις οποίες ορίζει τον συμπαντικό κύκλο, τις έννοιες χρησμοσύνη (ανάγκη) και κόρος (κορεσμός), που διασώζονται σε τρία αποσπάσματα από τον Ιπόλυτο…
  • DK B64 …πυρὸς γίνεσθαι λέγων οὕτως· τὰ δὲ πὰντα οἰακίζει κεραυνός, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν [τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον. λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι] τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν DK B65 ὄλων αἴτιον· καλεῖ δὲ αὐτὸ χρησμοσύνην καὶ κόρον χρησμοσύνη δὲ ἐστιν ἡ διακόσμησις κατ΄ αὐτὸν, ἡ δὲ ἐκπύρωσις DK B66 κόρος. πάντα γάρ, φησί, τὸ πῦρ ἐπελθὸν κρινεῖ καὶ καταλήψεται. (8).
  • (Η γένεση του πυρός, όπως εξηγεί, ακολουθεί αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο τα πάντα καθοδηγεί, δηλαδή κατευθύνει ο κεραυνός – εννοεί το αείζωον πύρ, το οποίο διαθέτει φρόνηση, το πύρ, που αποτελεί το αίτιο διοίκησης των πάντων· το αποκαλεί μάλιστα ανάγκη και κορεσμό, όπου κατά την άποψή του η ανάγκη είναι η διακόσμηση και ο κορεσμός η εκπύρωση. Τα πάντα υποστηρίζει, κρίνονται και αναλώνονται από το πύρ).
Είναι προφανές ότι ο Ηράκλειτος ορίζει έναν συμπαντικό κύκλο, στον οποίο κυριαρχεί η ενέργεια, που είτε εκδηλώνεται άμεσα και ορατά (κεραυνός), είτε ανάλογα με τις συνθήκες, ιεραρχεί την πορεία και την εξέλιξή του έως την φάση της εκπύρωσης, που προδίδεται ότι αποτελεί την αφετηρία ενός νέου κύκλου, ο οποίος οφείλει την έναρξή του στην μεγάλη έκρηξη (Big Bang), με παντοτινό και αιώνιο πηδαλιούχο του την ενέργεια. Ο Διογένης Λαέρτιος, επιχειρεί να ερμηνεύσει αυτό τον κύκλο, αναλύοντας ότι…
  • Πεπεράνθαι τε τὸ πᾶν καὶ ἕνα εἶναι κόσμον· γεννᾶσθαί τε αὐτὸν ἐκ πυρὸς καὶ πάλιν ἐκπυροῦσθαι κατά τινας περιόδους ἐναλλὰξ τὸν σύμπαντα αἰώνα· τοῦτο δε γίνεσθαι καθ’ ἰμαρμένην, τῶν δὲ ἐναντίων τὸ μὲν ἐπὶ τὴν γένεσιν ἄγον καλεῖσθαι πόλεμον καὶ ἕριν, τὸ δὲ ἐπὶ τὴν ἐκπύρωσιν ὁμολογίαν καὶ εἰρήνην, καὶ τὴν μεταβολὴν ὁδὸν ἄνω κάτω, τον τε κόσμον γίνεσθαι κατ’ αὐτὴν. (9)
(Ο κόσμος είναι ένας, μοναδικός και πεπερασμένος· γεννάται από το πύρ και μετατρέπεται πάλι σε πύρ, σε εναλλασσόμενες περιόδους κατά την διάρκεια ολόκληρης της αιωνιότητας· αυτή η διαδικασία είναι καθορισμένη, όπου από τις αντιτιθέμενες – δυνάμεις, εκείνες που οδηγούν στην γένεση αποκαλούνται έρις και πόλεμος, ενώ εκείνες που οδηγούν στην εκπύρωση, συμφωνία και ειρήνη, η δε μεταβολή ορίζεται οδός άνω κάτω και ο κόσμος οφείλει σε αυτή την γένεσή του).
Ο δοξογράφος Αέτιος, θεωρεί πως ο Ηράκλειτος εννοεί ότι…
  • Ἐκ πυρὸς γὰρ πάντα γίγνεσθαι καὶ εἰς πῦρ πάντα τελευτᾶν· τούτου δὲ κατασβεννυμένου κοσμοποιεῖσθαι τὰ πάντα…πάλιν δὲ τὸν κόσμον καὶ τὰ σώματα πάντα ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναλοῦσθαι ἐν τῇ εκπυρώσει. (10).
(Από το πύρ δημιουργούνται τα πάντα και τα πάντα καταλήγουν στο πύρ· μάλιστα η κατάσβεσή του οδηγεί στην εμφάνισή του κόσμου – όπως μας είναι γνωστός…αλλά και πάλι, τα πάντα και ο κόσμος αναλώνονται από το πύρ κατά την διάρκεια της εκπύρωσης).
Οι ερμηνείες αυτές είναι κατά πέντε και πλέον αιώνες μεταγενέστερες του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου και μάλιστα σε μία εποχή που κυριαρχείται από τις δοξασίες των Στωϊκών, με συνέπεια η πραγματική αντίληψη του Ηρακλείτου στο συγκεκριμμένο ζήτημα να παραμένει ασαφής.
Είναι πολύ πιθανό η λεγόμενη διακόσμηση που προέρχεται από μία μεγάλη έκρηξη, να αποτελεί μία εξελικτική διαδικασία, ίσως με την έννοια της διαστολής, όπου μετά από ένα όριο αντιστρέφεται σε συστολή και μάλλον η έννοια του κορεσμού δηλώνει ακριβώς αυτή την κατάσταση, η οποία αναπόφευκτα καταλήγει στην εκπύρωση.
Στην πραγματικότητα ένα ανάλογο φαινόμενο σε μικρογραφία χαρακτηρίζει την εξελικτική διαδικασία ενός υπερκαινοφανούς αστέρα (super nova), όπου στο τελικό στάδιο η εσωτερική του κατάρρευση λόγω συστολής ή κορεσμού, οδηγεί σε μία απίστευτη έκρηξη και στην δημιουργία μαύρης οπής. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο αντίθετες κινήσεις που εξελίσσονται διαδοχικά και νοούνται με τον όρο ἐναντιοδρομία που τον επαναλαμβάνουν σχεδόν άκριτα οι μεταγενέστεροι αρχαίοι σχολιαστές του, χωρίς να αντιλαμβάνονται την σημασία του.
Η εξέλιξη αυτή που περιλαμβάνει τις δύο αντίθετες κινήσεις είναι μονόδρομος και αυτός είναι ο λόγος που ορίζεται με την έκφραση ὁδὸς ἄνω κάτω, καθώς σε άλλο απόσπασμα δηλώνεται αφοριστικά πως… DK B60 … ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή. (11).
Αναπόφευκτα η ενέργεια συνιστά το καθοριστικό στοιχείο του σύμπαντος, καθώς εκφράζει την αέναη κίνηση, το γίγνεσθαι, με συνέπεια να εισάγεται μέσω αυτής μία αρχή, η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη ίσως υπέρβαση της ελληνικής φιλοσοφίας.
Με την σημασία που αποδίδει ο Ηράκλειτος στην ενέργεια, παρακάμπτει όλα τα στατικά προβλήματα της φιλοσοφίας και η αναζήτηση της αιώνιας αρχής των πάντων μετατρέπεται σε ένα πρόβλημα περιγραφής ενός σχεδόν μαθηματικού προτύπου ικανού να ερμηνεύσει την ροή των αισθητών, το κεφαλαιώδες ζήτημα έρευνας του σκοτεινού φιλοσόφου. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται στο απόσπασμα που αναφέρεται σε ενεργειακά ισοδύναμα, όπου…
  • DK B90 Πυρὸς τε ἀνταμοιϐὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων, ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός. (12).
  • (Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πύρ και το πύρ με τα πάντα, όπως ο χρυσός ανταλλάσσεται με εμπορεύματα και τα εμπορεύματα με χρυσό).
Αξιοποιώντας ένα οικονομικό ανάλογο, πολύ κοινό όχι μόνον για τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά και για τον σύγχρονο κόσμο, ο Ηράκλειτος εισάγει ένα αξίωμα ισοδυναμιών, όπου οποιαδήποτε κατάσταση ύλης αντιστοιχίζεται με το ενεργειακό της ισοδύναμο, αλλά και αντίστροφα μία ενεργειακή στάθμη αντιστοιχίζεται ισοδύναμα με κάποια κατάσταση ύλης.
Πρόκειται για την πρώτη θεωρητική διατύπωση του αξιώματος στο οποίο βασίζεται η ειδική θεωρία της σχετικότητας (Ε = mc2), ενώ επιπλέον δηλώνεται πως όλα τα φαινόμενα που παρατηρούνται στο σύμπαν είναι αναστρεπτά. Παράλληλα εξηγώντας την υφή των φυσικών φαινομένων αποφαίνεται πως…
  • DK B10 …συνάψιες ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, συμφερόμενον διαφερόμενον, συνᾷδον διᾷδον, καὶ ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα. (13).
  • (…συσχετισμοί πλήρεις αλλά και μη πλήρεις, κάτι που διατηρεί ομοιογενή, αλλά και ανομοιογενή κατεύθυνση κίνησης, αρμονική αλλά και συγχρόνως δυσαρμονική προσαρμογή, όπου η ενότητα απαρτίζεται από τα πάντα, όπως και η ποικιλία των πάντων πηγάζει από την ενότητα).
Πρόκειται για ένα από τα στρυφνότερα αποσπάσματα του Ηρακλείτου, όπου ο όρος σύναψις, εννοεί ένα σύνολο που σχηματίζεται με τον συσχετισμό ή την αλληλεπίδραση δύο πραγμάτων ή καταστάσεων. Το σύνολο αυτό είναι ανάλογο με την ενότητα που σχηματίζεται από την άμεση διαδοχή δύο καταστάσεων, δηλαδή από την μετάπτωση της πρώτης στην δεύτερη, όπου όμως η έκφραση ὅλα καὶ οὐχ ὅλα, που δηλώνει πληρότητα ή μη του φαινομένου, εισάγει μάλλον αριθμολογική διάκριση, καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος γνωρίζει πως οι έρευνες των Πυθαγορείων στα ασύμμετρα μεγέθη, καταλήγουν σε συμπεράσματα σύμφωνα με τα οποία η σχέση ασύμμετρων μεγεθών (μη πλήρης), οδηγεί σε σύμμετρα (πλήρης).
Αν και υπερβολικό, ο Ηράκλειτος αξιοποιεί ίσως ένα θεωρητικό πρότυπο εξαντλητικής μεθόδου, όπως αυτή εμφανίζεται έναν περίπου αιώνα αργότερα με τον Εύδοξο, για να ερμηνεύσει μεταβολές που από το στάδιο μερικής πληρότητας, καταλήγουν στην πλήρη. Με την διαδικασία αυτή συνδέεται μάλλον το απόσπασμα που αναφέρεται στην αρμονία, όπου δηλώνεται πως…
  • DK B54 Ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείσσων. (14).
(Η αόρατη αρμονία είναι ισχυρότερη της ορατής).
Untitled22
Ο όρος ἁρμονία πιθανότατα χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σύναψις, εννοώντας συνεπαφή, συσχετισμό, αλληλεπίδραση, ή διαδραστική διαδικασία, αλλά τονίζεται ότι όταν δεν είναι αντιληπτή, είναι ισχυρότερη και σταθερότερη, με συνέπεια να δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα εάν και κατά πόσον ο σκοτεινός φιλόσοφος αναφέρεται στον μικρόκοσμο, προαναγγέλλοντας την κατά μερικές δεκαετίες μεταγενέστερη ατομική θεωρία του Δημοκρίτου. Σαφέστατα δεν αντιστοιχεί στην έννοια που του αποδίδεται στην εποχή μας, καθώς σε άλλο του απόσπασμα ο Ηράκλειτος επισημαίνει πως…
  • DK B124…ἀλλ΄ ὥσπερ σάρμα εἰκῆ κεχυμένον ὁ κάλλιστος, φησὶν Ἡράκλειτος, [ὁ] κόσμος. (15).
  • (…όπως το χαοτικό χάσμα, εμφανίζεται χυμένο, [παρουσιάζεται] ο ωραιότερος κόσμος, δηλώνει ο Ηράκλειτος).
Η ωραιότητα του κόσμου συνδέεται άμεσα με την αταξία του χάσματος, είναι  δηλαδή ένα χαοτικό φαινόμενο, παραπέμποντας στο ζήτημα της αρμονίας, που κατά τον σκοτεινό φιλόσοφο αποτελεί το αίτιο αυτής της εικόνας και συσχετίζεται με την εξέλιξή του στον χρόνο, για τον οποίο αποφαίνεται πως…
  • DK B52 Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεττεύων· παιδὸς ἡ βασιληίη… (16).
  • (Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς και η βασιλεία του ανήκει…)
Από το απόσπασμα προκύπτουν δύο κύρια σημεία για την ουσία του χρόνου, όπου το πρώτο πηγάζει από τον προσδιορισμό του ως παιδιού, αλλά όχι νηπίου, προδίδοντας ότι διανύει στην αιωνιότητα αυτό το στάδιο ανεξέλικτος, χωρίς να ωριμάζει.
Το δεύτερο επικεντρώνεται στην περίεργη αναφορά στο παιγνίδι των πεσσών, αντί των αντίστοιχων των αστραγάλων ή των κύβων που κυριαρχούνται από τον παράγοντα της τύχης και είναι ιδιαίτερα αγαπημένα στις παιδικές ηλικίες. Η αναφορά στο παιγνίδι των πεσσών, ένα παιγνίδι τακτικής της αρχαιότητας με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την πολλαπλότητα των επιλογών, πιστοποιεί ότι αφαιρεί το στοιχείο της τύχης στον χρόνο, εισάγοντας στην θέση του το στοιχείο της αβεβαιότητας, μέσω των πολλαπλών επιλογών, ένα αξίωμα που επανέρχεται με την αρχή της απροσδιοριστίας.
Όμως, λόγω του ότι οι πεσσοί κινούνται μόνον εμπρός ή πλαγίως, στοιχειοθετείται ότι κατά την άποψή του ο χρόνος, ασχέτων των επιλογών (που συνδέονται όχι με την υφή του αλλά με το φαινόμενο σε εξέλιξη), δεν εναντιοδρομεί.
Παραμένει ακαθόριστο το πως εννοεί ο Ηράκλειτος τον όρο βασιλεία και εάν στην συγκεκριμμένη περίπτωση η σημασία του είναι ταυτόσημη με τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ανατολής, καθώς αντίθετα στον ελλαδικό και περιελλαδικό χώρο της εποχής του ο όρος καλύπτει τελετουργικά πλέον αξιώματα, χωρίς καμμία ουσιαστική εξουσία που είναι απογυμνωμένα παρά τον πομπώδη τίτλο, από κάθε έννοια πολιτικής ισχύος.
Οι πιθανότητες συγκλίνουν προς την δεύτερη περίπτωση, καθώς ο σκοτεινός φιλόσοφος είναι απόγονος του αχαϊκού βασιλικού οίκου της Αττικής, και μάλιστα αποποιείται το τελετουργικό του αξίωμα υπέρ του αδελφού του (17), με αποτέλεσμα η χρήση του όρου να ανακλά μάλλον τα προσωπικά του βιώματα.
images
Ο χρόνος λογίζεται κατά συνέπεια ως ένα διαρκές τελετουργικό δρώμενο στον συμπαντικό κύκλο, ένας αέναος χορός, χωρίς άλλη ισχύ και εξουσία. Επιπλέον σε άλλο του απόσπασμα συνδέει τον χρόνο με το σύμπαν, θεωρώντας τον πρώτο απόρροια του δεύτερου, δηλαδή παράγωγο της υλοενέργειας και της κίνησής της, αφού…
  • DK B100 …οὕτως οὖν ἀναγκαίαν πρὸς τὸν οὐρανὸν ἔχων συμπλοκὴν καὶ συναρμογὴν ὁ χρόνος οὐκ ἁπλῶς ἐστι κίνησις ἀλλʹ, ὥσπερ εἴρηται, κίνησις ἐν τάξει μέτρον ἐχούσῃ καὶ πέρατα καὶ περιόδους. (18).
  • (Κατά συνέπεια ο χρόνος διατηρώντας μία απαραίτητη συναρμογή και σχέση με τον ουρανό δεν αποτελεί απλώς κίνηση, αλλά κατά μία έννοια διατεταγμένη κίνηση που έχει μέτρο, περιοδικότητα και πέρατα).
Επομένως ο χρόνος δεν υπάρχει κατά την στιγμή της εκπύρωσης, αλλά προκύπτει ως παράγωγο της δημιουργίας του κόσμου, ακολουθώντας τον συμπαντικό κύκλο έως την λήξη του, οπότε και παύει να υπάρχει, όπως δηλώνει η χρήση του όρου πέρας.
Πάντως πέραν της θαυμαστής φιλοσοφικής υπέρβασης που επιχειρεί ο Ηράκλειτος, το μεγάλο πρόβλημα στην κοσμολογική θεώρηση του σύμπαντος, δεν πηγάζει τόσον από την εισαγωγή της ενέργειας (το πῦρ) ως βασικής αρχής στο πρότυπό του, αλλά κυρίως από το πώς εννοεί την δυνατότητά της να παράγει μάζα, τονίζοντας μάλιστα ότι αυτή η δυνατότητα του ενός (του πυρὸς), είναι ικανή να παράγει τα πάντα, μέσω κάποιας δυναμικής αρχής, εγκαινιάζοντας τον συμπαντικό κύκλο. Στο πρόβλημα αυτό μάλλον απαντούν τα αποσπάσματα που αναφέρονται στον λόγο, τα οποία διασώζει ο ιατρός και φιλόσοφος του ΙΙ μεταχριστιανικού αιώνα Σέξτος Εμπειρικός (19).
  • DK B22.1 …(τοῦ δὲ) λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος (ἀεὶ) ἀξύνετοι γίγνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ (πάντων) κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι διαιρέων ἕκαστον κατὰ φύσιν καὶ φράζων ὅκως ἔχει. τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἔγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται. DK B22.2 …διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι τῷ) κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ κοινός. τοῦ λόγου δὲ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν.
  • (…αν και ο λόγος παραμένει πάντοτε πραγματικός και αναλλοίωτος, οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, είτε όταν ενημερώνονται για πρώτη φορά, είτε όταν ήδη είναι ενήμεροι· ενώ δηλαδή τα πάντα εξελίσσονται σύμφωνα με τον λόγο, οι άνθρωποι εμφανίζονται να τον αγνοούν, αν και διαθέτουν την εμπειρία και των σχετικών ερμηνειών και των έργων εκείνων, τα οποία διηγούμαι προσδιορίζοντας το καθένα κατά την φύση του και εξηγώντας την πραγματική του ουσία.
  • Όμως οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν όσα πράττουν σε εγρήγορση, όπως ακριβώς λησμονούν όταν κοιμούνται. Εξ αιτίας αυτού, οφείλει να ακολουθείται το ξυνόν πράγμα, δηλαδή το κοινό. Ο δε λόγος ενώ είναι κοινός, οι περισσότεροι ζούν, θεωρώντας ότι διαθέτουν ο καθένας διαφορετική αυτόνομη φρόνηση [δηλαδή αγνοούν ότι διέπονται από μία κοινή δυναμική αρχή]).
Ο Σέξτος ακολουθεί τον προκάτοχό του σκεπτικιστή Αινεσίδημο και προσπαθεί όπως και αυτός να καταρτίσει με βάση την ηρακλείτειο κοσμολογική θεωρία ένα σύστημα ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Όμως ο όρος λόγος που χρησιμοποιείται από τον Ηράκλειτο δεν έχει την σημασία που του αποδίδει η σχεδόν μεταφυσική και μεταγενέστερη μεταχριστινιανική θεώρηση του κόσμου.
Ο φιλόσοφος γράφει στις αρχές του V προχριστιανικού αιώνα και εκείνη την εποχή, ο όρος ως παράγωγος του ρήματος λέγειν (αριθμώ, απαριθμώ, καταλέγω, συλλέγω, συναθροίζω, λογαριάζω, υπολογίζω, θεωρώ, ομιλώ), δηλώνει κυρίαρχα λογισμό ή λογαριασμό.
Αυτές οι έννοιες διακρίνονται και στον σύγχρονό του όρο λογάς (συνειλεγμένος, συναθροισμένος), αλλά και στους κατά αιώνες μεταγενέστερους σύνθετους συλλογή και σύλλογος, στους οποίους επιβιώνουν οι αρχικές έννοιες (20).
94388-Heraclitus,_Johannes_Moreelse
Αν και μάλλον δεν εννοεί κάποιο βασικό μαθηματικό αξίωμα, με το οποίο να οριοθετείται η ροή των αισθητών, ορίζει μία δυναμική αρχή που εμπεριέχει μαθηματικό λογισμό και ρυθμίζει την πορεία των κοσμικών φαινομένων, με την οποία συνάπτεται η Δίκη, δηλαδή η απαραβίαστη τάξη τους, καθώς όπως διευκρινίζει…
  • DK B94 Ἥλιος γὰρ οὐχ ὑπερϐήσεται [τὰ] μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι
    ἐξευρήσουσιν (21).
  • (…Ο Ήλιος δεν πρόκειται να υπερβεί τα καθορισμένα μέτρα· εάν συμβεί το αντίθετο, οι
    Ερινύες που επικουρούν την Δίκη, θα τον ανακαλύψουν [και θα τον συλλάβουν]).
Στο πρόβλημα που θέτει ο Ηράκλειτος, αγωνίζονται επί πέντε τουλάχιστον δεκαετίες να απαντήσουν με προμετωπίδα το CERN τα εργαστήρια σωματιδιακής φυσικής ανά τον κόσμο. Ήδη από το 1928 ο Paul Adrian Maurice Dirac, εισάγει ένα μαθηματικό πρότυπο δίδυμης γένεσης που επαληθεύεται πειραματικά το 1932, αποκαλύπτοντας ότι υπάρχει η δυνατότητα να παραχθεί από φωτόνιο, δηλαδή ένα κύμα ισχυρής ακτινοβολίας με μηδενική μάζα, ένα ηλεκτρόνιο και ένα ποζιτρόνιο, δηλαδή δύο σωμάτια που έχουν έστω και αμελητέα μάζα, αλλά αντίθετα ηλεκτρικά φορτία.
Η αποκάλυψη αυτή οδηγεί σε υποψίες ως προς το ότι μεταπτώσεις αυτής της μορφής είναι πιθανόν να διεξάγονται σε πολύ μεγαλύτερες κλίμακες με συνέπεια τα περισσότερα πειράματα να στρέφονται πλέον προς την κατεύθυνση της επαλήθευσης ύπαρξης του μηχανισμού που επιτρέπει την δημιουργία μάζας και στον τομέα η θεωρητική έρευνα του Σκώτου φυσικού Peter Higgs, που εισάγει την πρόταση της ύπαρξης μίας σωματιδιακής μορφής ή μορφών ικανών να προσφέρουν μάζα σε ήδη γνωστά σωμάτια είναι αναμφίβολα πρωτοποριακή.
  • Όμως η πρόταση του Higgs, προκαλεί νέες απορίες ως προς την εσώτερη υφή της μάζας, καθώς προβάλλει ο γρίφος μίας σωματιδιακής μορφής ικανής να προσφέρει ύλη μέσω αλληλεπίδρασης, παραβαίνοντας όλους τους γνωστούς κανόνες και τα αξιώματα για την υφή και την ουσία της μάζας.
  • Για να επιλύσει τον γρίφο ο Σκώτος φυσικός θεωρεί αναγκαία την ύπαρξη ενός πεδίου σε μορφή νεφελώματος διάχυτου πλέον σε ολόκληρο το σύμπαν (μετά την εκπύρωση), το οποίο ενώ είναι ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, συσχετίζεται και με την φυσική του στερεού σώματος (λόγω αδράνειας) και είναι γνωστό από τα σχετικά πειράματα πως η διέλευση ενός ηλεκτρονίου από ένα θετικά φορτισμένο πλέγμα ατόμων (το στερεό στην συγκεκριμένη περίπτωση) αυξάνει κατά 40(!) φορές την μάζα του.
Κατά τρόπο ανάλογο το πεδίο που οραματίζεται ο Higgs, είναι δυνατόν να προσφέρει μάζα λόγω των παραμορφώσεων που προκαλούνται στο πλέγμα του, δημιουργώντας την ενδιάμεση σωματιδιακή μορφή. Ο ηλεκτρομαγνητισμός και η σωματιδιακή φυσική εξηγούν το πως τα διάφορα σωμάτια αντιδρούν με φωτόνια μηδενικής μάζας, όπως επίσης και το πως δύο άλλα σωμάτια, γνωστά ως W και Z, αντιδρούν με ηλεκτρόνια, νετρίνα, και άλλα μικροσωματίδια.
Όμως τα σωμάτια W και Z έχουν τεράστια μάζα αναλογικά με τα υπόλοιπα (100 φορές μεγαλύτερη από τα πρωτόνια και μεγαλύτερη ακόμη και από ολόκληρο το άτομο του σιδήρου) καιδημιουργούν μαθηματικά, λόγω της υπέρμετρης διαφοράς μεγεθών, σημαντικά κενά και αδυναμίες στα ισχύοντα πρότυπα, καθώς οι σχέσεις είναι σχεδόν ασύμβατες.
Αυτές οι αδυναμίες μαθηματικής ερμηνείας της συμπεριφοράς τους στις αλληλεπιδράσεις, οδηγούν σε μία επιβεβλημένη προσφυγή στην πρόταση του Higgs, σύμφωνα με την οποία το πεδίο που φέρει το όνομά του, είναι ικανό να παράγει σωματιδιακές μορφές που προσφέρουν αναλογικά, μεγάλες ποσότητες μάζας.
Την ύπαρξη αυτών των μορφών καλείται να επιβεβαιώσει το CERN, αποδεικνύοντας πειραματικά ότι τα μποζόνια (δηλαδή οι σωματιδιακές μορφές) του ιδιοφυούς Βρεταννού φυσικού, δεν αποτελούν μία μαθηματική επινόηση για την  παράκαμψη προβλημάτων της σωματιδιακής φυσικής, αλλά αναπόσπαστο τμήμα της πραγματικότητας στον μικρόκοσμο.
Επιστρέφοντας όμως στον Heisenberg και στο διεισδυτικό του σχόλιο για τις αποφάνσεις του μεγάλου σκοτεινού φιλοσόφου, που απηχούν λέξη προς λέξη τις σύγχρονες αντιλήψεις της φυσικής, δημιουργείται η εύλογη απορία ως προς το εάν και κατά ποσον όροι όπως η σύναψις, η ἀφανὴς ἁρμονία, ή το σάρμα αντιπροσωπεύουν περιγραφικούς προσδιορισμούς ενεργειακών πεδίων, υπεύθυνων για την δημιουργία της μάζας και την εξέλιξη του σύμπαντος, με την πιθανή επαλήθευση από το CERN αναλόγων προτύπων, να καταλήγει μάλλον αναπόφευκτα πως έστω και με καθυστέρηση εικοσιπέντε αιώνων, ο Ηράκλειτος αποτελεί διαχρονικά την μεγαλύτερη φυσιογνωμία της θεωρητικής φυσικής της ανθρωπότητας.
Ούτως ή άλλως ο Εφέσιος φιλόσοφος, είναι γνώστης αυτών των προβλημάτων στην έρευνα της φύσης, όταν προειδοποιεί τους αναγνώστες του πως…
  • DK B123 Φύσις δὲ καθ΄ Ἡράκλειτον κρύπτεσθαι φιλεῖ (22)…
heraclitus
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
∗ Werner Heisenberg: Physics and Philosophy, The Revolution in Modern Science, 1958, George Allen and Unwin Edition, 1959. Πρόκειται για την σειρά διαλέξεων Gilford στο πανεπιστήμιο Saint Andrews της Σκωτίας της περιόδου 1955-1956.
(1) Κλήμης Αλεξανδρεύς: ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ, V, 14, 104, 2, Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum Latinorum Selecta,
Gersdorf, Leipzig & Brussels, 1837.
(2) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΤΙΜΑΙΩΙ ΨΥΧΟΓΟΝΙΑΣ, 5, c.1014, Vol. XIII, Loeb.
(3) Κλήμης Αλεξανδρεύς: ΣΤΡΩΜΑΤΕΙΣ, V, 14, 104, 3, Bibliotheca Patrum Ecclesiasticorum Latinorum Selecta,
Gersdorf, Leipzig & Brussels, 1837.
(4) Μάξιμος Τύριος: ΔΙΑΛΟΓΟΙ, ΧΙΙ.4, c.489, B. G. Teubner.
(5) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, 18, c. 392, Vol. V, Loeb.
(6) Μάρκος Αυρήλιος: ΕΣ ΕΜΑΥΤΟΝ, IV.46, B. G. Teubner.
(7) Πορφύριος: ΑΝΤΡΟΝ ΝΥΜΦΩΝ, 10, B.G. Teubner.
(8) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 10.7, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(9) Διογένης Λαέρτιος: ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ, ix.7, Vol. ΙΙ, Loeb.
(10) DOXOGRAPHI GRAECI, Αetius, 238, Η. Diels,
(11) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 10.4, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(12) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ, 8, c.388, Vol. V, Loeb.
(13) Αριστοτέλης: ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ, V.396b7, Vol. ΙΙΙ, Loeb.
(14) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 9.5, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(15) Θεόφραστος: ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ, 15, W. D. Ross & F.H. Fobes, Clarendon Press, Oxford, 1929.
(16) Ιππόλυτος: ΚΑΤΑ ΠΑΣΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ, IX, 9.4, Μigne, Patrologia Graeca, Vol. X.
(17) Στράβων: ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ, ΧΙV, 3, Vol. VΙ, Loeb.
(18) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ, viii. 4, c.1007, Vol. XIII, Loeb.
(19) Σέξτος Εμπειρικός: ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΙ, VII. 132, 133, J. A. Fabricius, Leizig,
1718 & B. G. Teubner.
(20) J. B. Hofmann: ETYMOLOGISCHES WÖRTERBUCH DES GRIECHISCHEN, R. Oldenburg, München, 1950,
Λήμμα Λέγω.
(21) Πλούταρχος: ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ, c. 604a, Vol. VII, Loeb.
(22) Procli Diadochi: IN PLATONIS REM PUBLICAM COMMENTARII, II , W. Kroll, Β. G. Teubner &
Θεμίστιος: ΛΟΓΟΙ, v. c.69 = xii. c. 159, Β. G. Teubner.
(c) Giorgos Iliopoulos