Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

Ομήρου Οδύσσεια Ραψωδια λ


Νέκυια.


Και στο γιαλό σαν ήρθαμε και στο γοργό καράβι,
πρώτα απ' τη γης τα σύραμε στην ώρια κυματούσα,
και το κατάρτι στήσαμε και τα πανιά του απάνω,
και πήραμε και βάλαμε τα πρόβατα· και μέσα
5 κι εμείς θλιμμένοι μπήκαμε πικρά χύνοντας δάκρυα.
Και πίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι στέλνει η Κίρκη
η φοβερή κι η ωριόμαλλη κι η ανθρωπολαλούσα,
πρύμο καλό και φιλικό που τα πανιά φουσκώναν.
Και τ' άρμενα σα σιάξαμε, καθίσαμε, κι οδήγα
10 ο αγέρας το καράβι μας μαζί με τον ποδότη.
Με τεντωμένα τα πανιά αρμενίζαμε ολημέρα,
μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
στου τρίσβαθου βρεθήκαμε του Ωκεανού τις άκρες,
εκεί που των Κιμμεριωτών είν' ο λαός κι η χώρα,
15 που καταχνιά και σύγνεφα για πάντα τους σκεπάζουν,
και του ήλιου του χρυσόλαμπρου δεν τους θωρούν οι αχτίδες,
μήτε προς τ' αστερόσπαρτα σαν ανεβαίνη ουράνια,
μήτ' απ' τα ύψη τ' ουρανού στη γης σαν κατεβαίνη,
μόνε τους άμοιρους φριχτή πλακώνει πάντα νύχτα.
20 Ήρθαμε αυτού κι αράξαμε, και βγάλαμε τ' αρνιά μας,
και τότες ακλουθήσαμε του Ωκεανού το ρέμα,
ώσπου στο μέρος φτάσαμε που η Κίρκη είχε ορμηνέψει.

Εκεί σφαχτά ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης φέραν,
κι εγώ έσυρα το κοφτερό σπαθί από το πλευρό μου,
25 κι έσκαψα λάκκο ως πήχη μιά, του μάκρου και του πλάτου·
και χύνω ολόγυρα σταλιές στους πεθαμένους όλους,
πρώτα μελόνερο, ύστερα γλυκό κρασί, και τρίτο
πάλε νερό· και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι·
και λέγοντας πολλές ευκές στ' αδύναμα κεφάλια
30 των πεθαμένων, έταξα πως άμα ερθώ στο Θιάκι
στείρα δαμάλα διαλεχτή στον πύργο μου θα σφάξω,
και πως θ' ανάψω τους πυρά γεμάτη ωραία δώρα,
και χώρια αρνί κατάμαυρο του Τειρεσία θα κόψω,
του κοπαδιού το πιο καλό. Και των νεκρών τα πλήθια
με τάματα και προσευκές θερμοπαρακαλώντας,
35 πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα στο λάκκο· και το αίμα
έτρεχε ολόμαυρο. Άρχισαν των πεθαμένων τότες
και μαζευόνταν οι ψυχές απ' το Έρεβος το μαύρο,
νύφες αντάμα κι άγουροι, τυραννισμένοι γέροι,
παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες όλες,
40 κι άντρες πολλοί από χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι,
νεκροί που είχανε τ' άρματα με το αίμα τους βαμμένα
κι εδώθε εκείθε αρίθμητοι γύρω στο λάκκο ερχόνταν,
με αχό πολύ, και μ' έπιανε χλωμός εμένα φόβος.
Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
45 τ' αρνιά που τα 'χε αλύπητο μαχαίρι εκεί ριγμένα,
και προσευκές να κάμουνε στους δυό θεούς, στον Άδη
το φοβερό, και στη σκληρή συνάμα Περσεφόνη·
κι εγώ, απ' τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
των πεθαμένων έδιωχνα τ' αδύναμα κεφάλια,
50 μακριά απ' το αίμα, ως ν' ακουστή του Τειρεσία ο λόγος.

Πρώτη του Ελπήνορα η ψυχή μας ήρθε, του συντρόφου,
τι ακόμα μες στη μαύρη γης δεν ήτανε θαμμένος,
που εμείς το σώμα αφήκαμε στης Κίρκης τα παλάτια,
άκλαυτο κι άθαφτο, γιατί μας έβιαζε άλλος μόχτος.
55 Τον είδα, και δακρύσανε τα μάτια μου απ' τον πόνο
και φώναξά τον, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·

«Ελπήνορα, πως έφτασες μες στα βαθιά σκοτάδια
πεζός, κι εμένα πρόκαμες, που με καράβι ερχόμουν;»
Είπα, και βαριοστέναξε κι απολογήθη εκείνος·
60 «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
θεού κατάρα, και πιοτό περίσσιο μ' αφανίσαν·
αστόχησα, σαν πλάγιασα στης Κίρκης τα παλάτια,
κι αντίς ξανά απ' την αψηλή να κατεβώ τη σκάλα,
εγώ μπροστά μου ολόϊσα τράβηξα κι απ' τη στέγη
65 κάτου έπεσα, κι ο σβέρκος μου έσπασε απ' τα σφοντύλια,
κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα, στ' όνομα εκεινών που ακόμα εδώ δεν ήρθαν,
της σύγκοιτης, και του γονιού που σ' έθρεφε μικρούλη,
και του Τηλέμαχου, που εκεί μονάχο τον αφήκες,—
γιατί ξέρω, γυρίζοντας απ' του Άδη τα λημέρια,
70 στης Αίας πάλε το νησί θ' αράξης το καράβι, —
παρακαλώ σε, ώ βασιλιά, θυμήσου με σα φτάσης,
μη φύγης κι άκλαυτο, άθαφτο μ' αφήσης εκεί πέρα,
και γίνω αιτία να οργιστή κανένας θεός μαζί σου.
Μόν' πάρε με και κάψε με μαζί με τ' άρματά μου,
75 και βάλε στον αφρόλευκο γιαλό κοντά μνημούρι,
να με πονούν τον άμοιρο κατόπι όσοι το βλέπουν
κάμε μου αυτά, και το κουπί στο μνήμα απάνω στήσε
το ίδιο που ζώντας έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
Είπε, κι εγώ του μίλησα κι απολογήθηκά του·
80 «Όλα, όσα μου 'πες, άμοιρε, σωστά θα σου τα κάμω,»

Τέτοιες κουβέντες θλιβερές κάναμε ο ένας του άλλου,
εγώ απ' τη μιά τη σπάθα μου κρατώντας στο αίμ' απάνω,
το φάντασμα του Ελπήνορα λαλώντας απ' την άλλη.
Κι ήρθε σιμά τότε η ψυχή της πεθαμένης μάνας,
85 του αντρόψυχου του Αυτόλυκου η θυγατέρα Αντίκλεια,
που την αφήκα ζωντανή σα μίσευα στην Τροία.
Την είδα εγώ και δάκρυσα, και πόνεσε η καρδιά μου·
ως τόσο δεν την άφηνα το αίμα να ζυγώση,
όσο πολύ κι αν θλίβομουν, πρί μου μιλήση ο μάντης.
90 Και του Θηβαίου ήρθε σιμά η ψυχή του Τειρεσία,
και κράταε το χρυσό ραβδί· με γνώρισε, και μου 'πε·

«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τι αφήκες, ώ κακόμοιρε, το φως του ήλιου κι ήρθες
να δης νεκρούς κι αυτόν εδώ, τον άχαρο τον κόσμο ;
95 Φεύγα απ' το λάκκο, μέριασε το κοφτερό σπαθί σου,
αίμα να πιώ, και να σου πω κατόπι την αλήθεια.»

Είπε, κι εγώ τραβήχτηκα, και στο φηκάρι χώνω
τ' αργυροκάρφωτο σπαθί· κι αίμα σαν ήπιε μαύρο,
ο μέγας μάντης λάλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε·
100 «Γλυκειά πατρίδα μελετάς, θεόλαμπρε Οδυσσέα·
όμως σε μάχεται ο θεός· θαρρώ πως δεν ξεφεύγεις
τον Κοσμοσείστη, που θυμό για σένα μέσα του έχει,
και βράζει από τη μάνητα, που τύφλωσες το γιό του.
Μα πάλε όσα κι αν πάθετε, θα φτάσετε αν θελήσης,
105 να βασταχτής, κι εσύ κι αυτοί οι συντρόφοι σου, άμα πάτε
στης Θρινακίας το νησί με το καλόφτιαστό σου
καράβι, πίσω αφήνοντας τα μενεξιά πελάγη·
θα βρήτε εκεί να βόσκουνε τα πρόβατα και βόδια
του Ήλιου, που αποπάνωθε βλέπει κι ακούει τα πάντα.
110 Αυτά αν αφήσης άβλαβα, κι αν θες το γυρισμό σου,
όσο πολλά κι αν πάθετε πάλε στο Θιάκι πάτε·
μα αν τα πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμό στο πλοίο
και στους συντρόφους κι ίδιος σου ά σωθής, θα κακοφτάσης
αργά, με δίχως σύντροφο, και με καράβι ξένο.
115 Και θα 'βρης μες στο σπίτι σου μεγάλα κακοπάθια·
άντρες απόκοτους θα βρης να καταλούν το βιός σου,
με δώρα τ' ώριο ταίρι σου να πάρουν πολεμώντας.
Όμως γι' αυτά θα γδικιωθής, σου λέω εγώ, σα φτάσης·
κι αφού μες στα παλάτια σου χαλάσης τους μνηστήρες,
120 με απάτη ή κι ολοφάνερα με κοφτερό λεπίδι,
θα σύρης τότε παίρνοντας το δυνατό κουπί σου,
να πάς στη χώρα των αντρών που θάλασσα δεν ξέρουν,
και που φαΐ δεν συνηθούν να τρώνε αλατισμένο,
και μήτε κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,
125 μήτε τα δυνατά κουπιά, που 'ναι φτερά των πλοίων.
Νά, και σημάδι ξάστερο, που δε θα σου ξεφύγη·
σαν ανταμώσης άλλονε στο δρόμο ταξιδιώτη,
και λέει δικράνι πως βαστάς στον ώριο σου τον ώμο,
τότες το δυνατό κουπί μπήξε στη γης, και κάμε
130 καλόδεχτες θυσίες εκεί στο ρήγα Ποσειδώνα,
κριάρι, ταύρο σφάζοντας, κι αγριόχοιρο βαρβάτο·
και γύρνα στην πατρίδα σου εκατοβοδιές να κάμης
ιερές για τους αθάνατους που ορίζουνε τα ουράνια,
με τη σειρά του καθενού· κι ο θάνατος θα σου 'ρθη
135 όξω από θάλασσα, αλαφρός, και θα σε γλυκοπάρη
μες στα καλά γεράματα, που ολόγυρα οι λαοί σου
θα χαίρουνται καλοτυχιά. Σού 'πα όλη την αλήθεια.»

Αυτά είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
«Έτσι θα τα 'χουνε οι θεοί κλωσμένα, ώ Τειρεσία.
140 Μα πες μου τώρα ξάστερα κι αυτό· της πεθαμένης
μανούλας μου, να, την ψυχή εδώ βλέπω καθισμένη
σιμά στο αίμα αμίλητη, και δε γυρνάει, του γιου της
να δη την όψη αγνάντια της, και να του προσμιλήση.
Πώς άραγες θα μ' ένιωθε πως είμαι το παιδί της;»
145 Είπα, κι ο μάντης γύρισε κι απολογήθη αμέσως·
«Εύκολο πράμα θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
όποιον απ' τους νεκρούς να ρθή σιμά στο αίμα αφήσης,
αυτός αλήθειες θα σου πή· μα όποιονε εσύ διώχνεις,
αυτός τραβιέται μακριά και ξαναφεύγει πίσω.»
150 Σαν είπε αυτά, κι ορμήνεψε τη μοίρα ο Τειρεσίας,
στον Άδη ξαναγύρισε· ως τόσο εγώ στεκόμουν
ωσότου η μάνα ζύγωσε και μαύρο ρούφηξε αίμα·
και τότ' ευτύς με γνώρισε και μου 'κρενε θρηνώντας·
155 «Πώς ήρθες, γιέ μου, ζωντανός στα μαύρα αυτά σκοτάδια;
Δύσκολο για τους ζωντανούς να δούνε αυτά εδώ κάτω.
[ Τρανοί στη μέση ποταμοί και φοβερά ποτάμια·
και πρώτ' απ' όλα ο Ωκεανός, που να διαβή κανένας
πεζός δε δύνεται, χωρίς καλόφτιαστο καράβι.]
160 Τάχ' απ' την Τροία ξέπεσες εδώ με τους συντρόφους,
πολύ σάνε πλανήθηκες μακριά από την πατρίδα,
κι ακόμα στα παλάτια σου το ταίρι σου δεν είδες ;»

Αυτά είπε, κι εγώ μίλησα κι απολογήθηκά της.
«Μάνα μου, ανάγκη μ' έφερε στον Άδη να ρωτήξω
165 τη μοίρα μου απ' το θεϊκό Θηβαίο, τον Τειρεσία·
τι ακόμα εγώ δεν άγγιξα των Αχαιών τη χώρα,
μηδέ στη γης μου πάτησα, παρά όλο ερμοπλανιέμαι, .
αφόντας με το θεϊκό Αγαμέμνονα είχα φύγει
για το Ίλιο τ' αλογάρικο, τους Τρώες να πολεμήσω.
170 Ως τόσο, πές μου ξάστερα και ξήγησέ μου ετούτο·
πως σου 'ρθε ο κορμοτεντωτής ο Χάρος και σε πήρε ;
να 'ταν αρρώστια μακρινή, για η Άρτεμη η τοξεύτρα
με τις ψιλές σαγίτες της ήρθε να σε σκοτώση ;
Πες μου και για τον κύρη μου, και για το γιό που αφήκα,
175 αν τα πρωτάτα μου κρατούν ακόμα αυτοί, για κάποιος
άλλος τα πήρε, και θαρρούν πως πια δε θα γυρίσω.
Πες μου και της γυναίκας μου ποιά 'ναι η βουλή κι η γνώμη·
κάθεται πάντα με το γιό και κυβερνάει το σπίτι,
ή τάχα την παντρεύτηκε Αχαιός απ' τους προυχόντους ;»

Και τότε η κερά μάνα μου μού απολογήθη κι είπε·
«Μ' απομονή περίσσια αυτή στους πύργους μέσα κλειέται,
και μαύρες μέρες και νυχτιές περνάει και χύνει δάκρυα.
Και μήτε τα πρωτάτα σου κανείς δεν πήρε ακόμα,
παρά ήσυχα ο Τηλέμαχος φυλάει τ' αρχοντικά σου,
185 και πάντα τόνε προσκαλούν στα μοιραστά τραπέζια,
σαν που ταιριάζει σε κριτή· κι ο γέρος σου ο πατέρας
μένει και ζή στην εξοχή, και δεν πατάει ποτές του
στη χώρα, μήτε χαίρεται κλινάρια με στρωσίδια,
και με λαμπρά παπλώματα, μόν' πέφτει το χειμώνα
190 στο σπίτι με τους δούλους του πάς στης γωνιάς τη στάχτη,
κι έχει με ρούχα ταπεινά ντυμένο το κορμί του·
το θέρος και το καρπερό χινόπωρο σαν έρθη,
πηγαίνει τον ανήφορο στ' αμπελοχώραφό του,
κι έχει παντού κρεβάτι του τα σκόρπια φύλλα χάμου.
195 Κοίτετ' εκεί και χολοσκάει κι ο πόνος του πληθαίνει
ποθώντας σε, και γερατειά κακά τον βασανίζουν.
Έτσι αφανίστηκα κι εγώ, κι ήρθε με πήρε ο Χάρος·
μήτε η τοξεύτρα η Άρτεμη πόχει άσφαλτο το μάτι,
με τις ψιλές σαγίτες της δεν ήρθε να με κρούση,
200 και μήτε αρρώστια φοβερή καμιά δε μου είχε πέσει,
να μου μαράνη το κορμί και πάρη την ψυχή μου·
μόν' ο καημός σου κι η έννοια σου, μα κι η καλή σου η γνώμη
μου σβήσαν τη γλυκειά ζωή, πανάκριβε Οδυσσέα.»
Αυτά ειπε, κι εγώ το 'θελα κι ανάδευα στο νου μου
205 να την αδράξω την ψυχή της πεθαμένης μάνας.
Τρεις φορές χύθηκα με ορμή ν' αδράξω την ποθώντας,
και τρεις φορές με ξέφυγε σαν όνειρο, σαν ίσκιος·
και μες στα σπλάχνα μου έκανε πιο κοφτερό τον πόνο,
Φώναξα τότες κι είπα της με φτερωμένα λόγια·
210 «Μάνα, γιατί δε στέκεσαι που θέλω να σ' αδράξω,
να κρατηθούμε αγκαλιαστά μέσα στον Άδη οι δυό μας
να βρούμε κάν παρηγοριά στο κρύο το μοιρολόγι ;
Για τάχα να 'σαι φάντασμα που η θεία η Περσεφόνη,
μου ' στειλε, ακόμα πιο πικρά για να βαριοστενάζω ;»
215 Είπα, κι η μάνα μου η καλή μου απολογήθη αμέσως
«Αλλοίς, παιδί μου, που άτυχος τόσο δε βρέθηκε άλλος·
όχι, του Δία δε σε γελάει η κόρη η Περσεφόνη,
μόν' είναι τέτοια του θνητού σαν αποθάνη η μοίρα·
τι οι σάρκες και τα κόκκαλα νευρόδετα δε μένουν,
220 μόν' τ' αφανίζει της φωτιάς η λυσσασμένη φλόγα,
άμα από τ' άσπρα κόκκαλα η πνοή μας φύγη πρώτα
κι ανοίξη τα φτερά και πάη σαν όνειρο η ψυχή μας,
Μα τρέξε πάλε προς το φως, και μάθε τα όλα τούτα
να τα δηγέσαι αργότερα κι εσύ της σύγκοιτής σου.»
225 Εμείς έτσι μιλούσαμε και να, ήρθαν οι γυναίκες
που η Περσεφόνη η θεϊκιά τις είχε εκεί σταλμένες,
όλες μεγάλων σύγκοιτες λεβέντηδων και κόρες.
Γύρω καθώς μαζεύουνταν αυτές στο μαύρο το αίμα,
πως να ρωτήξω καθεμιά στο νου μου αναγυρνούσα.
230 Κι αυτός ο τρόπος πιο σωστός στο λογισμό μου φάνη·
τραβώντας το μακρύ σπαθί απ' το χοντρό μερί μου,
όλες μαζί δεν άφηνα το αίμα να πιουν το μαύρο.
Κι αυτές αράδα ερχόντουσαν, και καθεμιά μου ξήγα
το γένος και τα φύτρα της καθώς την ερωτούσα.
235 Και πρώτη εκεί 'δα την Τυρώ την καλογεννημένη,
που έλεγε γόνος του λαμπρού πως ήταν Σαλμωνέα,
και πως την είχε ταίρι του του Αιόλου ο γιός Κρηθέας.
Τον Ενιπέα αγάπησε τον ποταμό το θείο,
που ήταν απ' όλους πιο όμορφος τους ποταμούς του κόσμου,
240 και στους πανώριους όχτους του συνήθαε να πλανιέται,
Μ' εκείνον μοιάζοντας της γης ο σαλευτής και ζώστης,
σιμά της στου αφροκύλιστου του ποταμού το στόμα
πλάγιασε· κύμα σκοτεινό τους έζωσε σαν όρος
γερτό, να κρύψη το θεό και τη θνητή γυναίκα.
245 Εκεί ο θεός της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη,
την κοίμισε, και του έρωτα σαν τέλεσε το έργο,
το χέρι της γλυκόσφιξε, και φώναξέ την κι είπε·

«Χαίρου που εγώ σ' αγκάλιασα· κι άμα γυρίση ο χρόνος,
θα 'χης πανόμορφα παιδιά, τι των θεών η αγάπη
250 δεν πάει του κάκου· νοιάζου τα και μοσκανάθρεφέ τα,
Πήγαινε τώρα σύχαζε, και μην το ξεστομίσης·
μα ο Ποσειδώνας, ξέρε το, εγώ 'μαι ο κοσμοσείστης.»

Αυτά ειπε, και στην θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Κι εκείνη γέννησε τους δυό, Πελία και Νηλέα,
255 που ήρωες βγήκανε πιστοί του Δία του μεγάλου·
στην Ιωλκό βασίλεψεν ο θεόπλουτος Πελίας,
στην Πύλο την αμμουδερή ο ήρωας ο Νηλέας,
Κι ακόμα η ρήγισσα Τυρώ γέννησε του Κρηθέα,
τον Αίσονα, τον αμαξά Αμυθάονα, το Φέρη.
260 Είδα κατόπι του Ασωπού την κόρη, την Αντιόπη·
κι αυτή στου Διός την αγκαλιά καυκιόταν πως κοιμήθη,
και δυό παιδιά γεννήθηκαν, ο Αμφίονας κι ο Ζήθος·
τη Θήβα την εφτάπορτη πρωτόχτισαν εκείνοι,
και την πυργώσαν, τι άπυργοι δε δύνονταν να ζήσουν
265 στη Θήβα την απλόχωρη, κι ας ήταν αντρειωμένοι.

Είδα και του Αμφιτρύωνα το ταίρι, την Αλκμήνη,
που ο Δίας την αγκάλιασε, και γέννησε μαζί του
το λιονταρόψυχο Ηρακλή, της λεβεντιάς τον πύργο·
και τη Μεγάρα, του τρανού του Κρέοντα θυγατέρα,
270 που του Αμφιτρύωνα του γιού του αδάμαστου ήταν ταίρι.

Τη μάνα είδα του Οιδίποδα, την όμορφη Επικάστη,
που ανήξερη έκαμε φριχτή παρανομιά, και δέχτη
το γιό της άντρα, που έσφαξε τον κύρη και την πήρε,
κι οι αθάνατοι φανέρωσαν την ανομιά στον κόσμο.
275 Αυτός στη Θήβα τη γλυκειά βασανισμένος ρήγας
των Καδμιτών κυβέρνησε από θεών κατάρα·
μα εκείνη στου Άδη του άσπλαχνου κατέβηκε τα βάθια·
τι στον καημό της με θηλειά κρεμάστηκε απ' τη στέγη
την αψηλή, κι αμέτρητα του αφήκε πίσω πάθια,
280 πάρα πολλά, όσα φέρνουνε της μάνας οι κατάρες.

Τη Χλώρη είδα την όμορφη που έναν καιρό ο Νηλέας
την πήρε για τα κάλλη της μ' αρίφνητά του δώρα,
κόρη στερνή του Αμφίονα, του γιού του Ιάσου, που ήταν
του Ορχομενού των Μινυών ρήγας· κι αυτή στην Πύλο
285 βασίλευε, και γέννησε λαμπρά παιδιά, το Χρόμιο,
τον άξιο Περικλύμενο, το Νέστορα, και κόρη
την λεβεντόκαρδη Πηρώ, του κόσμου το καμάρι,
που νύφη τη ζητούσανε παντούθε, μα ο Νηλέας
μόνε εκεινού την έδινε που θα 'φερνε στην Πύλο
290 του Ιφίκλου τα λοξόποδα και κουτελάτα βόδια
απ' τη Φυλάκη, τ' αγριωπά· και θείος μάντης τότες
να του τα φέρη βάλθηκε, μα οργή θεού του πέφτει,
και με δεσμά τον έζωσαν βοδοβοσκοί στους κάμπους.
Μα οι μήνες σάνε διάβηκαν κι οι μέρες σαν τελειώσαν,
295 κι έκλεινε ο χρόνος, κι έσωναν τον κύκλο τους οι ώρες,
τότε ο αντρείος ο Ίφικλος ξεδέσμεψε το μάντη,
τη μοίρα σαν προφήτεψε, κατά του Δία το θέλει.

Τη Λήδα αγνάντεψα ύστερα, το ταίρι του Τυνδάρου,
που γέννησε δυό αντρόψυχα παιδιά, τον Κάστορα έναν
300 τον αλογάρη, κι άλλονε το μέγα Πολυδεύκη,
το γροθομάχο· ζωντανούς η γης η ψυχοδότρα
τους έχει, και τους τίμησε στον κάτω κόσμο ο Δίας·
μιά μέρα ζωντανεύουνε, και μιά 'ναι πεθαμένοι,
καθένας με τη μέρα του, και σαν θεοί τιμιούνται.
305 Και είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα,
που έλεγε πως με το θεό κοιμήθη Ποσειδώνα,
και δυό του γέννησε παιδιά, μα ζωή πολλή δεν είχαν·
τον Ώτο τον ισόθεο, και το λαμπρό Εφιάλτη,
που απ' όσους η γης έθρεψε πιο αψηλόκορμοί 'ταν,
310 και που μονάχα ο Ωρίωνας στα κάλλη τους περνούσε·
εννιά χρονών ήταν παιδιά, κι εννιά είχαν πήχες πλάτος,
κι ανέβαινε το μπόγι τους οργυιές εννιά του ύψου·
και τους αθανάτους αυτοί φοβέριξαν πως θα 'ρθουν
να φέρουνε στον Όλυμπο πολέμου αχό κι αντάρα.
315 Την Όσσα πάς στον Όλυμπο πασκίζανε να στήσουν,
το Πήλιο με τ' ανεμιστά κλωνιά στην Όσσα απάνω,
ν' ανέβουνε τον ουρανό. Κι ά ζούσανε να φτάσουν
στα χρόνια της παλληκαριάς, θα κάναν το σκοπό τους·
μα ο γιός του Δία και της Λητώς της ομορφομαλλούσας
320 τους χάλασε πρί βγάλουνε σγουρά στα μάγουλά τους,
και πριν το χνούδι τ' ανθερό τους σκιώση το πηγούνι.

Τη Φαίδρα είδα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη,
κόρη του Μίνωα του φριχτού, που έναν καιρό ο Θησέας
από την Κρήτη στην ιερή την πήρε Αθήνα, δίχως
να τη χαρή· τι η Άρτεμη τη σκότωσε στης Δίας
325 τ' ακρόγιαλα, τη μαρτυριά του Διόνυσου αγρικώντας.

Τη Μαίρα, την Κλυμένη εκεί, και τη φριχτή Εριφύλη,
που πρόδωσε τον άντρα της γι' ατίμητο χρυσάφι,
είδα κατόπι στη σειρά. Μα ποιά να ονοματίσω
απ' όσες είδα σύγκοιτες και κόρες των ηρώων·
330 η νύχτα όλη δε θα 'σωνε· κι είναι ώρα να πλαγιάσω,
ή με τους φίλους στο γοργό καράβι, ή εδώ πέρα·
κι οι θεοί κι εσείς πια νοιάζεστε για το προβόδωμά μου.»

Αυτά ειπε, κι όλοι σύχαζαν και σώπαιναν τριγύρω,
δεμένοι από το μάγιο του μες στο ισκερό παλάτι.
335 Τότες το λόγο αρχίνησε η Αρήτη η λευκοχέρα·

«Φαίακες, πως σάς φαίνεται του ανθρώπου, αλήθεια, ετούτου
η χάρη κι η κορμοστασιά, κι ο ίσιος νους του μέσα ;
Δικός μου ο ξένος, μα κι εσάς τούτη η τιμή στολίζει.
Να φύγη μην τον βιάζετε, και μην του λυπηθήτε
340 τα δώρα που έχει ανάγκη αυτός μεγάλη· γιατί κι άλλα
βρίσκονται στα παλάτια σας, χάρη στους θεούς, περίσσια.»

Σε τούτα ο γέρος ήρωας ο Εχένηος είπε τότες,
αυτός που μες στους Φαίακες στα χρόνια ήταν ο πρώτος·
«Ώ φίλοι μου, όσα η φρόνιμη βασίλισσα μας είπε
345 ακούτε τα· στη γνώμη μας ενάντια αυτά δεν είναι.
Απ' τον Αλκίνο κρέμεται πράξη και λόγος τώρα.»

Κι ο Αλκίνος τότε ο βασιλιάς του απάντησε και του είπε·
«Θά γίνη ο λόγος σου όσο ζω εγώ και βασιλεύω
στη χώρα των Φαιάκωνε που τα κουπιά αγαπάνε.
350 Μα ας κάνη ο ξένος πομονή, όσο αν ποθή πατρίδα,
ως αύριο, που τα δώρα του θα τα 'χω συναγμένα,
κι όσο για το προβόδωμα, θα το νοιαστούνε οι άντρες
όλοι, κι εγώ μαζί που εδώ τον τόπο εξουσιάζω.»
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
355 «Αλκίνο, αφέντη δοξαστέ, και τώ λαών καμάρι,
και χρόνο ανίσως γύρευες εδώ να μείνω ακόμα,
και πλούσια δώρα αν δίνοντας με στέλνατε κατόπι
άλλο κι εγώ δε θα 'θελα, τι για καλό μου θα 'ταν
να φτάσω στην πατρίδα μου με πιο γεμάτα χέρια·
360 πιο σεβαστός κι αγαπητός αλήθεια θα γινόμουν
σ' εκείνους που θα μ' έβλεπαν στο Θιάκι να γυρίζω.»

Κι ο Αλκίνος πάλι γύρισε και μίλησέ του κι είπε·
«Στα μάτια μας δε φαίνεσαι πλάνος εσύ, Οδυσσέα,
και δολοπλόκος σαν πολλούς που η γης η μαύρη θρέφει,
365 σκόρπιους παντού, που ψέματα πλάθουν, και δεν τα νιώθεις.
Εσένα ο λόγος σου όμορφος και ξάστερος ο νους σου,
και σαν τραγουδιστής εσύ δηγήθηκες με τέχνη
των Αργιτών τα βάσανα μαζί με τα δικά σου.
370 Μα πες μου τώρα αληθινά και ξήγησέ μου ετούτο·
απ' τους ισόθεους φίλους σου ποιούς είδες που ήρθαν τότες
μαζί σου στο Ίλιο κι ύστερα τους πήρε ο μαύρος Χάρος ;
Η νύχτα τώρα ατέλειωτη, δεν ήρθε η ώρα του ύπνου
ακόμα, μόν' δηγήσου μας τα θαμαστά σου τα έργα.
375 Ως τα γλυκοχαράματα θα στέκομουν ν' ακούσω,
αν έστεργες τα πάθια σου να πης μες στο παλάτι.»

Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Αλκίνο, βασιλιά τρανέ και τώ λαών καμάρι,
στην ώρα της κι η συντυχιά, στην ώρα του κι ο ύπνος·
380 μα κι άλλα αν έχης όρεξη ν' ακούσης, δε σου αρνιούμαι
να δηγηθώ τα πιο φριχτά παθήματα των φίλων
που αργότερα χαθήκανε ξεφύγανε το Χάρο
στους άγριους των Τρωαδιτών πολέμους, μα κατόπι
στο γυρισμό τους έσβησε η βουλή κακής γυναίκας.
385 Εδώ κι εκεί άμα σκόρπισε η σεβάσμια Περσεφόνη
τώ γυναικώνε τις ψυχές, μου ζύγωσεν αγνάντια
και στάθη του Αγαμέμνονα η ψυχή, του γιού του Ατρέα,
βαριοθλιμμένη· γύρω του κι οι άλλοι όσοι μαζί του
βρήκανε τέλος θλιβερό στου Αιγίστου το παλάτι.
390 Κι αυτός μεμιάς με γνώρισε το μαύρο αίμα σαν ήπιε,
κι έχυνε βρύση δάκρυα, κι αψά μοιρολογούσε,
τα δυό του χέρια απλώνοντας, με πόθο να με φτάση·
μα νεύρο πια και μπόρεση καμιά δεν είχε τώρα,
σαν που είχε εκείνος μιά φορά στα λυγερά του μέλη.
395 Τον είδα εγώ, και δάκρυσα, και πόνεσε η καρδιά μου,
και φώναξά του, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·

«Τού Ατρέα γιέ Αγαμέμνονα, και δοξασμένε ρήγα,
ποιά μοίρα του τεντόκορμου σε βάρεσε θανάτου ;
Τάχα στα πλοία σε ρήμαξε ο θεός ο Ποσειδώνας,
400 κακή φουρτούνα στέλνοντας μ' ανάποδους ανέμους ;
ή στη στεριά σε χάλασαν οχτροί σάνε ζητούσες
βόδια να σύρης και καλό μαλλί να κόψης πρόβειο,
ή χώρα σαν πολέμαγες να πάρης με τις σκλάβες ;»
Είπα· κι αμέσως γύρισε κι απολογήθη εκείνος·
405 «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
μήτε στα πλοία με ρήμαξε ο θεός ο Ποσειδώνας,
κακή φουρτούνα στέλνοντας μ' ανάποδους ανέμους,
μήτε στη γης με χάλασαν οχτροί, παρά τη μοίρα
του Χάρου μου 'φερε ο Αίγιστος με την καταραμένη
410 γυναίκα μου, και μ' έκαψε· με κάλεσε σε δείπνο,
και μ' έσφαξε όπως σφάζουνε μες στο παχνί το βόδι.
Σε τέτοιο τέλος μ' έφερε φριχτό, κι ολόγυρά μου
σφαζόνταν κι οι συντρόφοι μου σαν κάπροι ασπροδοντάτοι,
σε ανθρώπου πλούσιου και τρανού, που σφάζουνται για γάμο,
415 ή για φαγί συντροφικό, ή αρχοντικό τραπέζι.
Είδες στον κόσμο αρίθμητοι νεκροί να πέφτουν άντρες
μονομαχώντας ή σμιχτά στης μάχης την αντάρα·
μα θα θλιβόσουν πιο πικρά να τα 'βλεπες εκείνα,
στον πύργο σαν κοιτόμασταν τριγύρω στο κροντήρι,
420 και στα τραπέζια τα λαμπρά, με λίμνη το αίμα χάμου,
Και της Κασσάντρας τη φωνή, της κόρης του Πριάμου,
φριχτή άκουσα· τη σκότωνε η πλανεύτρα η Κλυταιμνήστρα
κοντά μου· κι εγώ σήκωσα τα χέρια, ξεψυχώντας
με το σπαθί στα σπλάχνα μου, κι έπεσα πάλε χάμου.
425 Και μ' άφησε η ξαδιάντροπη στον Άδη να πάω, δίχως
να πιάση καν τα μάτια μου, το στόμα μου να κλείση.
Άλλο φριχτότερο και πιο σιχαμερό δεν είναι
από γυναίκα που έργατα κακά στο νου της βάζει·
τέτοια κι αυτή σοφίστηκε, και γένηκε του αντρός της
430 φόνισσα και θαρρούσα εγώ που μιάς εκεί γυρίσω,
θα με δεχτούν χαρούμενα και τα παιδιά κι οι δούλοι·
μα αυτή η σοφή στις πονηριές, ντροπιάστηκε κι ατή της
κι όλες τις άλλες ντρόπιασε γυναίκες, ως ακόμα
κι όσες καλόγνωμες στη γης κατόπι θα φανούνε.»
435 Και τότες εγώ γύρισα και του είπα· «Αλλοίς, και πόσο
σκληρά ο Δίας ο βροντηχτής κατάτρεξε απαρχήθες
του Ατρέα το γόνο, κι αφορμή το θέλημα γυναίκας·
για την Ελένη μύριοι μας χαθήκαμε, κι εσένα
παγίδες, που έλειπες μακριά, σου έστηνε η Κλυταιμνήστρα.»
440 Είπα, κι εκείνος γύρισε κι ευτύς μου απολογήθη·
«Λοιπόν, ποτές σου μαλακός μην είσαι στη γυναίκα·
κι όλα που ξέρεις μην της λες, παρά μονάχα μέρος,
και τ' άλλα κράτα της κρυφά. Μα ως τόσο εσύ, Οδυσσέα,
απ' τη γυναίκα σου κακό να πάθης μη φοβάσαι·
445 γιατ' είναι εκείνη γνωστικιά, κι έχει μεγάλες χάρες,
η Πηνελόπη η φρόνιμη, του Ικάριου η θυγατέρα.
Νιόνυφη, αλήθεια, τότε εμείς την είχαμε αφησμένη,
που βγήκαμε στον πόλεμο, κι είχε μωρό στη ρώγα.
Τώρα κι αυτός θα κάθεται μαζί με τους μεγάλους·
450 καλότυχος, που σαν ερθή θα τόνε δη ο γονιός του,
κι αυτός θα σφίξη το γονιό θερμά στην αγκαλιά του.
Εμένα ως και το γιόκα μου δεν άφησε η δική μου
να τον χαρούν τα μάτια μου, μόν' έσβησέ με πρώτα.
Άλλο εγώ τώρα θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
455 κρυφά, κι όχι ολοφάνερα στη φίλη σου πατρίδα
ν' αράξης, γιατί χάθηκε πια η πίστη απ' τις γυναίκες.
Μα τώρα πες μου ξάστερα και ξήγα μου κι ετούτο·
αν τάχα ακούτε ζωντανός πως είναι ακόμη ο γιός μου,
ή στον Ορχομενό, ή μπορεί στην αμμουδάτη Πύλο,
460 ή και στη Σπάρτη την πλατειά, κοντά στου Μενελάου,
τι ακόμα δεν τον είδε η γης νεκρό τον ώριο Ορέστη.»

Αυτά είπε· κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
«Τού Ατρέα γιέ, τι με ρωτάς ; δεν ξέρω ά ζή ο Ορέστης,
ή αν πέθανε, κι είναι κακό τ' ανώφελα να λέμε.»
465 Με τέτοια λόγια θλιβερά μιλούσαμ' ο ένας του άλλου,
βαριόκαρδοι, και χύναμε τα δάκρυα ποτάμι.
Και τότε πρόβαλε η ψυχή του Αχιλλέα μπροστά μου,
κι ο Πάτροκλος κι ο δοξαστός Αρχίλοχος μαζί του,
κι ο Αίαντας, που στο κορμί ήταν πρώτος και στην όψη
470 από τους άλλους Δαναούς, εξόν τον Αχιλλέα.
Και του γοργόποδου η ψυχή γιού του Πηλέα που μ' είδε,
με γνώρισε, και κλαίγοντας αυτά τα λόγια μου είπε·

«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τι κάμωμα πιο φοβερό θα σοφιστής ακόμα ;
475 Πώς κότησες να κατεβής στον Άδη που φωλιάζουν
κούφιοι νεκροί φαντάσματα θνητών αποσταμένων ;»

Αυτά είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
«Ώ πρώτε μες στους Αχαιούς, γιέ του Πηλέα, Αχιλλέα,
τον Τειρεσία ήρθα να βρω, τη γνώμη του ν' ακούσω,
480 πως πίσω στο πετρόσπαρτο το Θιάκι θα γυρίσω·
τι ακόμα γης Αχαϊκή δε σίμωσα, και μήτε
χώμα πατρίδας πάτησα, μόνε όλο τυραννιέμαι,
Μα σαν κι εσέ μακαριστός, ώ Αχιλλέα, δε βγήκε
στα περασμένα άλλος κανείς, μήτε θα βγη κατόπι·
485 γιατί σα θεό και ζωντανό οι Αργίτες σε τιμούσαν,
και τώρα μέγας και τρανός στους πεθαμένους είσαι·
για δαύτο πως απέθανες μη θλίβεσαι, Αχιλλέα.»

Κι αυτός μου απολογήθηκε· «Περίλαμπρε Οδυσσέα,
το θάνατο μη μου ζητάς με λόγια να γλυκάνης.
Κάλλιο στη γης να βρίσκομουν, κι ας δούλευα σε ανθρώπου
490 μικρού, με δίχως βιός πολύ, παρά στον Άδη να είμαι,
και βασιλέας να λέγουμαι των πεθαμένων όλων.
Ως τόσο για τον άξιο μου το γιό δυό λόγια πες μου,
ά βγήκε αυτός στον πόλεμο πρώτος για να 'ναι, ή όχι.
Και δώσ' μου του αψεγάδιαστου Πηλέα μαντάτα, αν έχης·
495 ακόμα τάχα τον τιμάει ο λαός τώ Μυρμιδόνων,
ή καταφρόνια γίνηκε της Φτίας και της Ελλάδας,
τώρα που χεροπόδαρα τα γερατειά τον πιάσαν.
Τί πια δεν του είμαι εγώ βοηθός μέσα στο φως του ήλιου,
τέτοιος σαν που ήμουν μιά φορά στη διάπλατη Τρωάδα,
500 που έκοβα πλήθος λεβεντιά βοηθώντας τους Αργίτες.
Τέτοιος για λίγο αν πήγαινα στου κύρη το παλάτι,
τρομάρα θα τους έδιναν τα ηρωϊκά μου χέρια,
τους όσους τον οχτρεύουνται και τις τιμές του αρπάνε.»
Αυτά ειπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
505 «Μαντάτα του αψεγάδιαστου Πηλέα δεν κατέχω·
όμως για το Νεοπτόλεμο, το γιό τον ακριβό σου,
όλη, καθώς μου γύρεψες, θα μάθης την αλήθεια.
Ίδιος μου εγώ με το γερτό τον έφερα καράβι,
από τη Σκύρο στους Αχαιούς τους καλοποδεμένους.
510 Και σύναξη σαν είχαμε στης Τροίας τη χώρα αντίκρυ,
πάντα μιλούσε πρώτα αυτός, κι αστόχαστα δε λάλει·
μόνε ο ισόθεος Νέστορας κι εγώ περνούσαμέ τον.
Και πόλεμο σα βγαίναμε στον κάμπο της Τρωάδας,
με το σωρό δεν έμνησκε και με τ' ασκέρι εκείνος,
515 μόν' έτρεχε, και στην αντρειά δεν άφηνε άλλον πρώτο·
πολλούς λεβέντες χάλναγε στη φοβερή τη μάχη.
Δε θα μπορούσα να τους πω και να τους νοματίσω,
τους όσους αυτός χάλασε βοηθώντας τους Αργίτες,
θα πω όμως τον Ευρύπυλο, το γόνο του Τηλέφου,
520 με τους Κητειώτες φίλους του που γύρω του σφαζόνταν,
κι αιτία τα δώρα στάθηκαν που μιά γυναίκα πήρε.
Δεύτερο από το Μέμνονα τόσο όμορφο δεν είδα.
Και στ' άλογο σαν μπήκαμε των Αργιτών οι πρώτοι,
που το μαστόρεψε ο Επειός, κι εγώ μονάχος είχα
525 την εξουσία ν' ανοιγοκλειώ το στέριο του κρυψώνα,
τότες οι άλλοι των Δαναών αρχόντοι και ρηγάδες
σφουγγίζανε τα δάκρυα και τρέμαν από φόβο,
μα εκείνου τ' ώριο πρόσωπο ποτές χλωμό δεν τό ειδα,
και μήτε από τα μάγουλα σφούγγισ' εκείνος δάκρυα·
530 μόνε από μέσα να ριχτή θερμά παρακαλούσε,
τη σπάθα του όλο πιάνοντας και το βαρύ κοντάρι,
και μελετώντας φοβερό κακό στους Τρωαδίτες.
Μα σάνε διαγουμίσαμε τη χώρα του Πριάμου,
μπήκε με το μερίδιο του στο πλοίο και μ' ώρια δώρα,
535 αλάβωτος, τι χάλκινο κοντάρι δεν τον πήρε,
απομακρόθε ή και κοντά, σαν που συχνά τυχαίνει
στον πόλεμο που ανάκατα λυσσομανάει ο Άρης.»

Είπα, και του γοργόποδου η ψυχή του Αχιλλέα
στον κάμπο με τ' ασφόδελα κίνησε δρασκελώντας,
540 όλη χαρά, που αγρίκησε τις δόξες του παιδιού του.

Μα οι άλλες εκεί στέκανε οι ψυχές των πεθαμένων,
θλιμμένες, και τον πόνο της η καθεμιά ρωτούσε.
Μονε η ψυχή του Αίαντα, του γιού του Τελαμώνα,
στεκότανε παράμερα, μ' εμένα χολιασμένη,
545 που νίκησα στα πλοία κοντά στην κρίση που είχε στήσει
για του Αχιλλέα τ' άρματα η σεβαστή του η μάνα,
[ κι οι Τρωαδίτες κρίνανε μαζί με την Παλλάδα ].
Μακάρι να μην κέρδιζα, τότες, τέτοιο βραβείο,
τι εκείνα τ' άρματα έχωσαν στη γης τέτοιο λεβέντη,
550 τον Αίαντα, που σ' ομορφιά και σ' έργα ξεπερνούσε
τους άλλους Δαναούς, εξόν το δοξαστό Αχιλλέα.
Σ' εκείνον τότες δυό γλυκά γύρισα κι είπα λόγια·

«Αίαντα, του μεγάλου γιέ του Τελαμώνα, αλήθεια,
μήτε νεκρός δε μου έμελλες το χόλιασμα ν' αφήσης
555 για τ' άρματα που κέρδισα, τ' αναθεματισμένα ;
Για το κακό των Αργιτών οι θεοί τα κάμαν όλα,
και τέτοιον πύργο χάσαμε· κι όλοι θρηνούμε τώρα
οι Δαναοί κι εσένανε με του Πηλέα το γόνο·
μα άλλος δεν είναι αφορμή παρά ο Δίας μονάχος,
560 που φοβερά τώ Δαναών τ' αρματωμένα ασκέρια
οχτρεύτηκε, και σου όρισε τη μοίρα του θανάτου.
Μα έλα, αφέντη, κι άκουσε τα λόγια που σου κρένω,
και δάμασε τη μάνητα της ηρωϊκιάς ψυχής σου.»
Είπα, κι αυτός απάντηση δε μου 'δωκε, μόν' πήγε
Έρεβος με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων.
565 Και πάλε ίσως θα μίλειε μου, κι ας ήταν χολωμένος,
ή εγώ θα του μιλούσα, μα η καρδιά μου μες στα στήθια
να δη ποθούσε τις ψυχές κι άλλων νεκρών ακόμα.

Κι είδα το Μίνωα, το λαμπρό του Δία το γιό, που κράτα
χρυσό ραβδί, και κάθονταν κριτής των πεθαμένων·
570 άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μπροστά στο βασιλέα
μες στου Άδη του πλατύθυρου κρινόνταν τα παλάτια.

Κατόπι τον Ωρίωνα ξάνοιξα το γιγάντιο,
στον κάμπο των ασφόδελων τ' αγρίμια να σωριάζη
που απάνω στα έρημα βουνά τα 'χε σκοτώσει ο ίδιος,
575 ράβδα στα χέρια ολόχαλκη κι ανέσπαστη κρατώντας.

Και τον Τιτυό είδα, της Γής της δοξασμένης θρέμμα,
που απάς στο χώμα κοίτουνταν και σκέπαζε εννιά πλέθρα·
δυό αγιούπες απ' τα δυό πλευρά του τρώγαν το συκώτι,
μέσ' απ' τη σκέπη μπαίνοντας· δεν μπόρειε να τους διώξη,
580 τι είχε πειράξει τη Λητώ, την ακριβή του Δία,
τον Πανοπέα σα διάβηκε να πάη προς την Πυθώνα.

Κι ακόμα είδα τον Τάνταλο, βαριά τυραννισμένο·
ως το πηγούνι στέκονταν μες στα νερά της λίμνης,
διψούσε, και μήτε σταλιά να πάρη δε δυνόταν·
585 μόνε, άμα ο γέρος έσκυβε να πιή να ξεδιψάση,
κάτου ρουφιόταν το νερό κι έφευγε, και στα πόδια
γύρω φαινόταν μαύρη γης, ξερόκαυτη απ' τη μοίρα.
Και δέντρα αψηλοφύλλωτα κρεμούσαν τον καρπό τους,
ροϊδιές, αφράτες απιδιές, μηλιές καλοκαρπούσες,
590 συκιές μελόγλυκες, κι ελιές φουντόκλωνες κι ανθάτες·
κι άμ' άπλωνε τα χέρια του καρπό να κόψη ο γέρος,
οι ανέμοι παίρναν τα δεντρά στώ συννεφιών τους ίσκιους.

Κι ακόμα είδα το Σίσυφο φριχτά βασανισμένο·
κοτρώνα αυτός θεόρατη και με τα δυό βαστούσε,
595 και στυλωμένος έσπρωχνε, με πόδια και με χέρια,
την πέτρα απάνω στο βουνό· κι ότι έκανε να φτάση,
και να περάση απ' την κορφή, τον έπαιρνε το βάρος
και προς τον κάμπο ανήλεη κατρακυλούσε η πέτρα.
Κι αυτός πάλι έσπρωχνε βαριά, και το κορμί του ο ίδρος
600 περέχυνε, και σκέπαζε την κεφαλή του η σκόνη.

Κι είδα το δυνατό Ηρακλή, και μόνο φάντασμα ήταν,
τι ατός του ζή και χαίρεται με τους θεούς του Ολύμπου,
και τον κερνά η ωριόφτερνη στα φαγοπότια του Ήβη,
του Δία η κόρη του τρανού και της πανώριας Ήρας.
605 Όλ' οι νεκροί τριγύρω του χουγιάζανε σαν όρνια,
που τρομασμένα φεύγανε· κι αυτός σα νύχτα μαύρη
με το δοξάρι του γυμνό, στην κόρδα τη σαγίτα,
αγριοκοιτούσε κι έτοιμος φαινότανε να ρίξη.
Λουρί χρυσό και τρομερό γύρω στα στήθια του είχε,
610 κι απάνω του έργα θάματα φαντάζαν δουλεμένα,
αρκούδες, αγριογούρουνα, φλογόματα λιοντάρια,
πολέμοι, μάχες, φονικά, και χαλασμός ανθρώπων.
Όποιος εκείνο το λουρί μαστόρεψε, ας μη θέλη
λουρί άλλο με την τέχνη του παρόμοιο να δουλέψη.
615 Μόλις μ' αγνάντεψε κι ευτύς με γνώρισε ποιός ήμουν,
και κλαίγοντας μου μίλησε με λόγια φτερωμένα·

«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
κακή κι εσένα, ώ δύστυχε, σε κατατρέχει μοίρα,
αυτή που τράβηξα κι εγώ κάτω απ' το φως του ήλιου.
620 Τού Δία κι αν ήμουνα παιδί, μα αρίθμητα είχα πάθια,
γιατ' ήμουν δούλος σε άνθρωπο πολύ κατώτερό μου,
και αγώνες μου 'βαζε βαριούς, και μ' έστειλε να φέρω
το σκύλο κάποτε αποδώ, θαρρώντας πως δεν μπόρειε
άλλο βαρύτερο απ' αυτόν αγώνα να μου βάλη.
625 Τον πήρα και του ανέβασα το σκύλο από τον Άδη·
μα με βοήθησε ο Ερμής κι η Αθηνά η Παλλάδα.»

Αυτά σαν είπε, τράβηξε μες στου Άδη το λημέρι,
κι εγώ στον τόπο μου έμεινα να δω μην έρθη κι άλλος
απ' τους ηρώους που απέθαναν σε χρόνους περασμένους.
630 Και τους παλιούς θ' αντάμωνα τους άντρες που ποθούσα,
[ των θεών τα δοξαστά παιδιά, Θησέα και Πειρίθο ],
μα πλήθος άπειρο οι νεκροί συνάζονταν, και βγάζαν
άγριον αχό· κι εμένα ευτύς χλωμός με πήρε φόβος,
μην απ' τον Άδη η θεϊκιά μου στείλη η Περσεφόνη
635 της τερατόμορφης Γοργώς το φοβερό κεφάλι.
Στο πλοίο τότες κίνησα, και τώ συντρόφων είπα
ν' ανέβουν, τα πρυμόσκοινα να λύσουν κι αυτοί μέσα
μπήκαν, στους πάγκους κάθισαν, και το καράβι πήρε
του ποταμού του Ωκεανού το ρέμα κάτου, πρώτα
640

Δεν υπάρχουν σχόλια: