Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις.
Κι η Αθηνά στη διάπλατη τη Λακεδαίμονα ήρθε,
στον άξιο γιό του αντρόψυχου Οδυσσέα να θυμίση το γυρισμό του να νοιαστή, και νά 'ρθη στην πατρίδα. Τον, βρήκε με του Νέστορα το γιό τον παινεμένο | |
5 | στο πρόσπιτο του δοξαστού Μενέλαου πλαγιασμένο·
βαθιά γλυκοκοιμότανε του Νέστορα το τέκνο, όχι όμως κι ο Τηλέμαχος, που ακοίμητο τον κράτα η συλλογή του κύρη του στη θεία τη νύχτα μέσα. Σιμά του στάθη κι είπε του η θεά η γαλανομάτα· |
10 | « Τηλέμαχε, δεν πρέπει πια στα ξένα να πλανιέσαι,
στο σπίτι βιός αφήνοντας κι αγέρωχους ανθρώπους, μην τύχη αυτοί και μοιραστούν και καταλύσουν όλους τους θησαυρούς σου, και σου βγη χαμένο το ταξίδι. Τρέχα πες στον τρανόφωνο Μενέλαο να σε στείλη |
15 | στο σπίτι, ακόμα για να βρης την ακριβή σου μάνα,
που τώρα την παρακινούν κι ο κύρης και τ' αδέρφια να πάρη τον Ευρύμαχο, που τους μνηστήρες όλους και στ' αντιπροίκια πέρασε και στα περίσσια δώρα. Μην τύχη κι άθελά σου αυτή πάρη το βιός και φύγη. |
20 | Τί της γυναίκας την ψυχή την ξέρεις δα πως είναι·
θέλει ν' αξαίνη τα καλά του αντρός που θα την πάρη, μα τα προτερινά παιδιά και τον αγαπημένο το σύγκοιτο που πέθανε, δε θέλει να τους ξέρη. Πήγαινε τώρα, το έχει σου να μπιστευτής στα χέρια |
25 | της παρακόρης που θα δης πιο τίμια από τις άλλες,
ωσότου νύφη δοξαστή οι θεοί σου φανερώσουν. Κι άλλο ένα λόγο θα σου πω, κι εσύ στο νου σου βάλ' τον· κρυφό καρτέρι σού 'στησαν οι πρώτοι απ' τους μνηστήρες, μες στο στενό που ανάμεσο Θιάκι και Σάμη πέφτει, |
30 | για να σου πάρουν τη ζωή στον τόπο σου πριν φτάσης.
Δεν το φοβάμαι αυτό· θαρρώ πως κάμποσους μνηστήρες θα φάη η γης, που σήμερα το βιός σου καταλούνε. Ως τόσο βάστα απ' τα νησιά μακριά τ' ωριό καράβι, κι όλο τη νύχτα αρμένιζε· και πρύμο θα σου στείλη |
35 | αγέρα όποιος αθάνατος σε διαφεντεύει πάντα.
Στο πρώτο πρώτο του Θιακιού τ' ακρόγιαλο που φτάσης στείλε με τους συντρόφους σου μαζί το πλοίο στη χώρα, και πρώτα απ' όλα εσύ να πάς να βρής το χοιροτρόφο, που νοιάζεται τους χοίρους σου, και σε πονεί η καρδιά του. |
40 | Εκεί τη νύχτα πέρασε, και στείλ' τονε στη χώρα
την είδηση της γνωστικιάς να φέρη Πηνελόπης, πως γλύτωσες, κι είσ' άβλαβος, κι έφτασες απ' την Πύλο.» |
Είπε, και τράβηξε ψηλά στον Όλυμπο ν' ανέβη.
Κι αυτός το γιό του Νέστορα σκουντώντας με το πόδι, | |
45 | απ' το θεόγλυκο ύπνο του τον ξύπνησε, και του είπε· |
« Πεισίστρατε του Νέστορα, σήκου, στ' αμάξι ζέψε
τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμε το δρόμο. » | |
Και τότε ο γιός του Νέστορα του αντίσκοψε και του είπε· | |
« Δε γίνεται, Τηλέμαχε, να βγούμε μες στη νύχτα, | |
50 | βιάση πολλή κι αν έχουμε· θα φέξη όπου και νά 'ναι.
Περίμενε ώσπου ο δοξαστός Μενέλαος του Ατρέα φορτώση πάς στ' αμάξι σου τα δώρα που σου δίνει, και με γλυκούς χαιρετισμούς σου πή το κατευόδιο· τι απ' όσους τον φιλοξενούν θυμάται ο ξένος πάντα |
55 | εκείνον που με ξέχωρη τον καλοδέχτη αγάπη. » |
Αυτά είπε, κι η χρυσόθρονη φάνηκε ευτύς η Αυγούλα.
Κι έρχεται ο μεγαλόφωνος Μενέλαος σιμά τους, άμα σηκώθη απ' το πλευρό της ώριας σύγκοιτής του. Και σαν τον είδε ο ακριβογιός του θεϊκού Οδυσσέα, | |
60 | ντύνεται αμέσως βιαστικά το λαμπερό χιτώνα,
στους αντρειωμένους ώμους του ρίχνει βαρειά φλοκάτα, και βγαίνει και προστέκεται· κι αυτά του συντυχαίνει το παλληκάρι ο ακριβογιός του θεϊκού Οδυσσέα· |
« Γιέ του Ατρέα διόθρεφτε, Μενέλαε βασιλέα, | |
65 | είναι ώρα να με στείλης πια στην ποθητή πατρίδα,
γιατ' η καρδιά μου λαχταρεί να ξαναρθώ στο σπίτι.» |
Και τότε ο μεγαλόφωνος Μενέλαος του κρένει·
«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δε θέλω, το γυρισμό σου αφού ποθείς· όποιος περίσσια δείχνει. | |
70 | στον ξένο αγάπη για όχτρητα, τον κατακρίνω ετούτον·
σ' όλα το μέτριο πιο καλό· κακό να λες του ξένου να φύγη, ά δεν το θέλη αυτός· κακό, και να κρατάς τον στη βιάση του. Σα βρίσκεται σιμά σου, φίλευέ τον· αν πάλε θέλη μισεμό, καλοπροβόδιζέ τον. |
75 | Μείνε όμως πρώτα να με δης στ' αμάξι ν' απιθώνω
τα ώρια σου δώρα, και να πω τώ γυναικώνε μέσα με τα πολλά βρισκούμενα τραπέζι να μας στρώσουν. Δόξα περίλαμπρη για μας, και για τα σένα κέρδος, που πάτε δρόμο μακρινό, να φάτε και να πιήτε. |
80 | Και στην Ελλάδα αν θες να βγης, και σ' όλο το Άργος μέσα, 80
έρχουμαι αντάμα σου κι εγώ· το αμάξι θα σου ζέψω, και θα σε πάρω σε πολλές ανθρώπων πολιτείες· κανένας τότες μ' αδειανά δε θα μας στείλη χέρια, παρά σ' εμάς ή τρίποδα καλόχαλκο, ή λεβέτι, |
85 | ή δυό μουλάρια, ή και χρυσό ποτήρι θα χαρίση.» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Του Ατρέα γόνε διόθρεφτε, Μενέλαε βασιλέα, θέλω να πάω στον τόπο μου, τι δεν αφήκα πίσω σαν έφευγα κανένανε να μου φυλάη το βιός μου· | |
90 | μην τύχη ο ίδιος μου χαθώ τον κύρη μου ζητώντας,
ή χάσω πολυτίμητο στολίδι απ' τα παλάτια.» |
Σαν άκουσε ο τρανόφωνος Μενέλαος ετούτο,
παράγγειλε στη σύγκοιτη και στις γυναίκες μέσα με τα πολλά βρισκούμενα τραπέζι να τοιμάσουν. | |
95 | Μόλις σηκώθηκε, έφτασε κοντά κι ο Ετεωνέας,
που δεν καθόταν μακριά· και τού 'πε ο γιός του Ατρέα ν' ανάψη αμέσως τις φωτιές, τα κρέατα να ψήση, κι άκουσ' αυτός την προσταγή. Κι ο ίδιος πήγε τότε στο θάλαμο ο Μενέλαος το μοσκομυρισμένο, |
100 | με την Ελένη αντάμα του και με το Μεγαπένθη.
Κι εκεί που φυλαγόντουσαν οι θησαυροί σα φτάσαν, πήρε στο χέρι ο βασιλιάς διπλόκουπο ποτήρι, κι είπε του γιού του εν' αργυρό κροντήρι να σηκώση· κι η Ελένη στα σεντούκια της ζυγώνει, που είχε μέσα |
105 | ωριόπλουμα φορέματα, δουλειά δική της όλα.
Έν' από κείνα σήκωσε και πήρε η ώρια Ελένη, απ' όλα το πλατύτερο και πιο όμορφο στο ξόμπλι, που σαν αστέρι ήταν λαμπρό, και κάτω απ' όλα τό 'χε. Και στον Τηλέμαχο ήρθανε περνώντας τα παλάτια, |
110 | κι ο ξανθομάλλης βασιλιάς του μίλησε και του είπε· |
« Το γυρισμό που λαχταράς, Τηλέμαχε, ας σου δώση
ο Δίας ο πολύβροντος, ο σύγκοιτος της Ήρας. Κι απ' όσα δώρα σπίτι μου φυλάω θησαυρισμένα, σου δίνω τ' ομορφότερο, το πιο βαριότιμό μου. | |
115 | Σου δίνω ψιλοδούλευτο κροντήρι, όλο ασήμι,
κι απάνωθε τα χείλη του με μάλαμα σμιγμένα· δουλειά του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ο ήρωας τό 'χει δώσει, ο ρήγας τώ Σιδωνιτών, τότες που εδώ γυρνώντας στ' αρχοντικό του κόνεψα· δικό σου θέλω νά 'ναι.» |
120 | Είπε και το διπλόκουπο του πρόσφερε ποτήρι
του Ατρέα ο γιός ο ήρωας· και τότε ο αντρειωμένος ο Μεγαπένθης έφερε κι απίθωσε ομπροστά του τ' αστραφτερό κροντήρι του τ' ασημοδουλεμένο· Κατόπι η κρινομάγουλη στάθη ομπροστά του Ελένη σηκώνοντας το φόρεμα, κι ονόμασέ τον κι είπε· |
«Τούτο κι εγώ, παιδάκι μου, το δώρο σου χαρίζω, | |
125 | απ' την Ελένη θύμημα για τη χρυσή την ώρα
του γάμου σου, να το φορή η καλή σου, κι ως τα τότες, ας το φυλάη η αγαπητή μανούλα σου στο σπίτι. Τώρα με γειά και με χαρά να τ' αξιωθής να φτάσης στ' αρχοντικό παλάτι σου, στην ποθητή πατρίδα.» |
130 | Είπε, και του το πρόσφερε, κι αυτός το καλοδέχτη.
Παίρνοντας τότες ο ήρωας Πεισίστρατος, τα δώρα, τα θάμασε και τά 'βαλε μες στ' αμαξιού την κόφα. Κι ο ξανθουλός Μενέλαος τους έφερε στον πύργο, κι εκείνοι αράδα στα θρονιά καθίσαν και στις έδρες. |
135 | Και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια,
ώριο χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη για να πλυθούν, και στρώνει τους το γυαλιστό τραπέζι. Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει, κι από τα καλοφάγια της τους έβαλε περίσσια. |
140 | Κι ο Ετεωνέας έκοβε και μοίραζε το κρέας,
καθώς κρασί τους κέρνα ο γιός του δοξασμένου ρήγα. Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα φαγητά ομπροστά τους. Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους, πάνε ο Τηλέμαχος κι ο γιός του Νέστορα και ζεύουν, |
145 | και μες στ' αμάξι μπαίνουνε τ' ομορφοπλουμισμένο,
και βγαίνουν απ' τα πρόθυρα κι απ' τον πολύβοο πύργο. Τότες τους ήρθε ο ξανθουλός Μενέλαος του Ατρέα, χρυσό ποτήρι με κρασί θεόγλυκο κρατώντας στο δεξί χέρι, στάξιμο να κάμουν πριν κινήσουν. |
150 | Και στάθηκε ομπρός στ' άλογα, και χαιρετώντας είπε· |
«Γειά σας, παιδιά, και πήτε του του Νέστορα του ρήγα
παρόμοια ευκή· σαν αγαθός μου στάθηκε πατέρας όσον καιρό μαχόμασταν οι Αχαιοί στην Τροία.» | |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε· | |
155 | «Σα φτάσουμε, ώ διόθρεφτε, θα του τα πούμε εκείνου
όλα καθώς εσύ τα λες· μακάρι και στο Θιάκι έτσι να φτάσω, και να βρώ τον Οδυσσέα στο σπίτι, και πόση αγάπη μού 'δειξες να πω, και πως γυρίζω μαζί μου φέρνοντας λαμπρά και πάμπολλα σου δώρα.» |
160 | Κι αυτά σαν είπε, πέταξε πουλί προς τα δεξά του,
αϊτός, κι είχε στα νύχια του λευκή πελώρια χήνα, ήμερη, μέσ' απ' την αυλή· και τρέχανε κατόπι γυναίκες κι άντρες κράζοντας· και το πουλί κοντά τους ήρθε και χούμηξε δεξά στ 'άλογα ομπρός πετώντας· |
165 | κι είδαν αυτοί και χάρηκαν κι αναγαλλιάσαν όλοι.
Και τότες ο Πεισίστρατος του Νέστορα αυτά είπε· |
« Στοχάσου τώρα, διόθρεφτε Μενέλαε, βασιλέα,
αν το σημάδι αυτό ο θεός το δείχνη εμάς ή εσένα.» | |
Είπε, κι ο πολεμόχαρος Μενέλαος συλλογιόταν | |
170 | να βρη το νόημα και σωστά να του το ξεδιαλύνη.
Μα η λαμπροφόρα πρόλαβε η Ελένη και τους είπε· |
«Ακούτε, εγώ σας το ξηγώ καθώς στο νου μου μέσα
οι αθάνατοι το βάζουνε, και λέω πως έτσι θά 'βγη. Σαν πού 'ρθε ο αϊτός απ' το βουνό, που έχει γενιά και φύτρα, | |
175 | κι απ' την αυλή της άρπαξε τη φυλαγμένη χήνα,
έτσι ο Δυσσέας στο σπίτι του, σαν πλανηθή και πάθη, θενά 'ρθη και θα γδικιωθή· μπορεί και νά 'ρθε κιόλας, και να σκαρώνη φοβερά δεινά για τους μνηστήρες. » |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε· | |
180 | «Να δώση ο Δίας ο βροντηχτής, ο σύγκοιτος της Ήρας,
κι από κει πέρα τότ' εγώ σα θεά θα σε δοξάζω. » |
Και τ' άλογα μαστίγωσε, και κείνα πήραν δρόμο,
κι από τη χώρα διάβηκαν και χύθηκαν στον κάμπο· Πάς στα λαιμά τους ο ζυγός ολημερίς κουνούσε, | |
185 | μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιωσαν οι δρόμοι,
στις Φήρες σταματήσανε, στους πύργους του Διοκλέα, που ήτανε γιός του Ορσίλοχου, και τ' Αλφειού ήταν 'γγόνι. Εκεί ξενύχτισαν, κι αυτός φιλόξενα τους δέχτη. |
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα, | |
190 | ζέψανε κι ανεβήκανε στο πλουμισμένο αμάξι,
και βγήκαν απ' τα πρόθυρα κι απ' τον πολύβοο πύργο· δίνει βιτσιά στ' αλόγατα, κι αυτά γοργοπετάξαν. Γλήγορα φτάνουν στ' αψηλά της Πύλος κατατόπια, και τότε είπε ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το τέκνο· |
195 | « Καλέ μου, τάχα θά 'στεργες ό,τι σου πω να κάνης ;
Παινιόμαστε πως άπειρη μας έφερε φιλία η αγάπη των πατέρων μας, κι ομήλικους μας δένει· μα πιο βαθιά ενωθήκαμε με το ταξίδι ετούτο. Μην προσπεράσης, διόθρεφτε, το πλοίο, μόν' άφησέ με |
200 | εδώ, μην τύχη σπίτι του και με κρατήση ο γέρος
να με φιλέψη, όσο πολύ κι ά βιάζουμαι να φτάσω.» |
Είπε, κι ο γιός του Νέστορα στοχάστη μες στο νου του
πως κάλλιο στου Τηλέμαχου το θέλημα να στέρξη. Και να, τι συλλογίστηκε πως είναι πιο συφέρο· | |
205 | κατά το πλοίο στο γιαλό τ' αλόγατα γυρίζει,
κι όλα τα δώρα τα λαμπρά στην πρύμνη μέσα αδειάζει, που τού 'δωσε ο Μενέλαος, φόρεμα και χρυσάφι· και τότες τον παρακινεί με λόγια φτερωμένα· |
« Τρέξε κι ανέβα τώρα εσύ, πες νά 'ρθουν κι οι συντρόφοι, | |
210 | πριν φτάσω εγώ στον πύργο μας, και πριν τ' ακούση ο γέρος. 210
Γιατί καλά κατέχω το στα φρένα και στο νου μου, πως όντας δυνατόγνωμος, δε θα σ' αφήση, θά 'ρθη να σε φωνάξη, κι άπραγος θαρρώ δε θα γυρίση, τι την ψυχή του ακράτητος θυμός θά 'χη πιασμένη. » |
215 | Και τα λαμπρότριχα άλογα χτυπάει με το μαστίγι,
κατά την Πύλο, και γοργά στ' αρχοντικό τους φτάνει. Συνάμα κι ο Τηλέμαχος προστάζει τους συντρόφους· |
« Γιά συγυρίστε τ' άρμενα, παιδιά, στο μαύρο πλοίο,
κι ας ανεβαίνουμε κι εμείς ν' αρχίζουμε το δρόμο. » | |
220 | Είπε, κι εκείνοι πρόθυμα την προσταγή του ακούσαν,
και μπήκαν και καθίσανε στου καραβιού τους πάγκους. Αυτά νοιαζόταν, κι έκανε σιμά στην πρύμνη στάξες και προσευκές στην Αθηνά· κι ήρθε σιμά του ξένος μάντης που σκότωσε άνθρωπο, και να ξεφύγη ζήτα· |
225 | απ' τον Μελάμποδα έρχονταν η φύτρα κι η γενιά του,
που μιά φορά ζούσε κι αυτός στην αρνοθρέφτρα Πύλο, κι είχε εκεί πλούτια αρίφνητα κι αρχοντικά παλάτια· κατόπι ξενιτεύτηκε κι αφήκε το Νηλέα, το ρήγα τον τρανόψυχο, του κόσμου το καμάρι, |
230 | που χρόνο κράταε αλάκερο το βιός του με τη βία,
όταν εκείνος κλειότανε στους πύργους του Φυλάκου, δεμένος με τις άλυσες, και βάσανα τραβώντας για του Νηλέα την κορασιά, κι απ' την βαρειά την τρέλλα που η Ερινύα η φοβερή θεά τού 'ριξε απάνω. |
235 | Ως τόσο τότες γλύτωσε, και μπόρεσε να φέρη
τα βόδια τα μουγγρόφωνα στην Πύλο απ' τη Φυλάκη, γδικιώνοντας την άνομη πράξη του θείου Νηλέα, κι έτσι έφερε την κορασιά στ' αδέρφι του στεφάνι. Κατόπι ξενιτεύτηκε στ' αλογοβόσκητο Άργος, |
240 | γιατ' ήτανε γραφτό του εκεί να ζήση και να γίνη
ρήγας περίσσιων Αργιτών. Και πήρ' εκεί γυναίκα, κι έστησε σπίτι αρχοντικό, και γέννησε δυό τέκνα, δυό δυνατούς λεβέντηδες, το Μάντιο κι Αντιφάτη. Και τον τρανόψυχο Οϊκλή γέννησε ο Αντιφάτης, |
245 | κι ο Οϊκλής τον Αμφιάραο, της λεβεντιάς τον πύργο,
που τού 'χε αγάπη περισσή κι ο αιγιδοφόρος Δίας, κι ο Φοίβος· μα δεν έφτασε στώ γερατειών τη θύρα, παρά στη Θήβα χάθηκε απ' τα δώρα της γυναίκας. |
Δυό γιούς αυτός, Αμφίλοχο κι Αλκμαίωνα, είχε κάμει.
Ο Μάντιος πάλι γέννησε Κλείτο και Πολυφείδη· | |
250 | τον Κλείτο στους αθάνατους η Αυγή η χρυσοθρονούσα
τον πήρε για τα κάλλη του· τον Πολυφείδη ο Φοίβος Απόλλωνας τον όρισε του κόσμου πρώτο μάντη σαν πέθαν' ο Αμφιάραος· μα στην Υπερησία, σα μάλωσε με το γονιό, να κατοικήση πήγε, |
255 | και σ' όλους τους θνητούς της γης προφήτευε αποκείθε. |
Εκείνου ο γιός, Θεοκλύμενο τον έλεγαν, τότε ήρθε
και στάθη στον Τηλέμαχο κοντά, στην ώρα απάνω που προσευκόταν κι έσταζε σιμά στο μαύρο πλοίο, και φώναξέ τον, κι είπε του με λόγια φτερωμένα· | |
260 | «Ώ φίλε, αφού σε βρήκα εδώ στην ώρα της θυσίας,
παρακαλώ σε, για το θεό, γι' αυτά που θυσιάζεις, μα και για εσένα, και γι' αυτούς που εδώ σε συντροφεύουν, λέγε μου αυτό που σε ρωτώ, και τίποτα μην κρύβης· ποιός είσαι ; ποιά 'ναι η φύτρα σου, κι η χώρα κι οι γονιοί σου ;» |
265 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Με αλήθεια εγώ θα σου τα πω τα που ρωτάς, ώ ξένε· το Θιάκι εμένα ο τόπος μου, Οδυσσέας ο γονιός μου, σα ζούσε κι ήταν· τώρ' αυτόν κακό τον βρήκε τέλος. Γι' αυτό δα πήρα συντροφιά, και βγήκα με καράβι, |
270 | να μάθω για τον κύρη μου, τον πολυπλανεμένο. » |
Κι ο θεόμορφος Θεοκλύμενος απάντησέ του κι είπε·
«Κι εγώ απ' τον τόπο μου έφυγα, τι σκότωσα πατριώτη, που ήταν πολλά κι αρίθμητα τ' αδέρφια κι οι γενιές του, στ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. | |
275 | Μιάς κι απ' εκείνους μπόρεσα το χάρο να γλυτώσω
φεύγω μακριά, κι είναι γραφτό στον κόσμο να πλανιέμαι. Προσπέφτω σου, και πάρε με στο πλοίο, γιατί κιόλα θαρρώ με κυνηγούν αυτοί για να με θανατώσουν. » |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε· | |
280 | «Απ' το καλόφτιαστό μου εγώ καράβι δε σε διώχνω·
ανέβα, κι ό,τι βρίσκεται στο πλοίο θα σε φιλέψω. » |
Είπε, κι από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι
πήρε, και δίπλα τό 'θεσε μες στο γερτό καράβι· απάνω στο πλεούμενο κι ο ίδιος του ανεβαίνει, | |
285 | και παίρνει το Θεοκλύμενο στην πρύμνη και σιμά του.
Ως τόσο τα πρυμόσκοινα ξελύσαν οι συντρόφοι, και πρόσταξε ο Τηλέμαχος καλώντας τους να πιάσουν να βάλουν τ' άρμενα· κι αυτοί με βιάση τον ακούσαν. Σηκώσανε και στήσανε το ελάτινο κατάρτι |
290 | στο μεσοδόκι το σκαφτό, το δέσανε με ξάρτια,
και με καλόστριφτα λουριά τ' άσπρα πανιά τραβήξαν. Τότες η δέσποινα Αθηνά πρύμο άνεμο τους στέλνει, που απ' τον αιθέρα χύνονταν, γοργά για ν' αρμενίση πάς στις αρμυροθάλασσες το πλοίο. Και πέρασαν |
295 | απόξω απ' τους Κρουνούς κι απ' την καλόνερη Χαλκίδα. |
Κι ο γήλιος σα βασίλευε, κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
με του Διός τον άνεμο για τις Φεές τραβούσε, και για τη θεία την Ήλιδα, που Επειώτες την ορίζουν· και στα βραχόσπαρτα νησιά πλώρη έβαλε αποκείθε, | |
300 | αν θα γλυτώση ή θα χαθή στο νου του μελετώντας. |
Ως τόσο στην καλύβα εκεί δειπνούσε ο Οδυσσέας
με το χοιροβοσκό· σιμά δειπνούσανε κι οι άλλοι. Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους, ρωτάει ο Δυσσέας τον καλό βοσκό, να δοκιμάση | |
305 | αν τον πονάη ειλικρινά κι αν θα του πή να μείνη
εκεί στη στάνη, ή θα του πή στη χώρα να κινήση· |
«Άκουσε τώρα, ώ γέροντα, κι οι άλλοι εσείς συντρόφοι,
στη χώρα θέλω το ταχύ να πάω να διακονεύω, να μη σας γίνω βαρετός κι εσέ και στους συντρόφους. | |
310 | Τη συμβουλή σου δώσε μου, και βάλε μου κανέναν
να μ' οδηγήση εκεί· κι εγώ μονάχος θα γυρίζω ίσως και κάποιος φέρη μου κανάτα και καρβέλι. Και στα παλάτια θά 'φτανα του θείου του Οδυσσέα, της Πηνελόπης της καλής να δώσω τα μαντάτα· |
315 | εκεί και τους αγέρωχους θενά 'σμιγα μνηστήρες,
και δείπνο από τ' αμέτρητα θα μού 'διναν καλά τους, τι θα στεκόμουν πρόθυμος σ' ό,τι δουλειά γυρεύαν, Άκουσ' εδώ και πρόσεξε το τι σου συντυχαίνω· με του μαντάτορα του Ερμή τη συνεργειά, που σε όλων |
320 | αυτός τα έργα των θνητών χάρη και δόξα δίνει,
κανένας να μου παραβγή στη μαστοριά δεν είναι, να καλοανάβω τις φωτιές, ξερά να σκίζω ξύλα, να καλοψήνω, να κερνώ, τα κρέατα να μοιράζω, κι όσ' άλλα στους αφεντικούς οι δούλοι πάντα φτιάνουν.» |
325 | Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, βαριά πονώντας του είπες·
«Αλλοί, πως τέτοιος στοχασμός ήρθε στο νου σου, ώ ξένε ; Τέλος κακό να σού 'ρθη εκεί γυρεύεις χωρίς άλλο, και μες στη συντροφιά ζητάς να πέσης τώ μνηστήρων, που τ' άχτι τους κι η αδιαντροπιά στα ουράνια φτάνει απάνω. |
330 | Κι οι δούλοι που τους νοιάζουνται δε μοιάζουνε μ' εσένα,
παρά είναι νέοι μ' αρχοντικά φορέματα ντυμένοι, με μυρωμένα τα μαλλιά με πρόσωπα πανώρια· κι απάνω σε καλόφτιαστα τραπέζια ολοτριγύρω, ψωμιά και κρέατα όσα θες, και το κρασί περίσσιο. |
335 | Μείνε μαζί μας, κανενός εδώ, μα μήτ' εμένα
μήτ' αλλονού συντρόφου μου δε θένα δώσης βάρος. Και σα γυρίση ο ακριβογιός του αφέντη του Οδυσσέα, τότε θα σου φορέση αυτός χλαμύδα και χιτώνα, κι όπου η καρδιά σου λαχταρεί θα σε ξεπροβοδήση.» |
340 | Κι απολογήθηκε ο λαμπρός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Άμποτε όσο σ' αγάπησα να σ' αγαπάη κι ο Δίας, που απ' τη βαρειά του ζήτουλα κακομοιριά με σώζεις. Έρμος στα ξένα σα γυρνάς, χειρότερο δεν είναι· μόνε για μιά παλιοκοιλιά τόσα τραβούν οι ανθρώποι, |
345 | σαν τους πλακώνη η ρήμαξη κι η συφορά κι ο πόνος.
Και τώρα που κρατάς με εσύ να μείνω ως νά 'ρθη εκείνος, έλα και πες για του θεϊκού του Οδυσσέα τη μάνα, και το γονιό, που αφήκε τον στώ γερατειών τις θύρες, αν είναι ακόμα ζωντανοί, το φως του ήλιου ά βλέπουν, |
350 | ή απέθαναν και βρίσκουνται στου Άδη τα κατατόπια.» |
Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών απολογήθη κι είπε·
«Με αλήθεια και για δαύτα εγώ θα σου μιλήσω, ώ ξένε. Ο Λαέρτης ζη, μα ανέπαυα παρακαλεί τον Δία να τόνε σβήση ο θάνατος στην κατοικιά του μέσα. | |
355 | Μοιρολογάει και δέρνεται για το χαμένο γιό του,
και την καλή του σύγκοιτη, και κλαίει το θάνατό της, που τού 'φερε τα γερατειά πριχού να ρθή ο καιρός του. Ο πόνος τήνε μάρανε του αγαπητού παιδιού της, κι απέθανε· που θάνατος παρόμοιος να μην πάρη |
360 | κανένα μας συγκάτοικο και καλοπράχτη φίλο.
Εκείνη όσο βρισκότανε, βαρύ καημό κι αν είχε, πάντ' αγαπούσα να ρωτώ γι' αυτή και να μαθαίνω, γιατί μ' ανάθρεψε μαζί με την καλή Χτιμένη, τη ζουλεμένη κόρη της, το πιο στερνό παιδί της· |
365 | μαζί μ' αυτή αναθράφηκα, και με τιμούσαν όχι
πολύ λιγώτερο εκεινής. Κι η ώρα μας σαν ήρθε, και γλυκανθούσε απάνω μας χαριτωμένη νιότη, στη Σάμη τήνε στείλανε και μύρια δώρα πήραν. |
Κι εμένα σα με στόλισε με χλαίνα και χιτώνα,
και μού 'δωκε ποδήματα στα πόδια να φορέσω, | |
370 | μ' έστειλ' εδώ στην εξοχή, και πάντα μ' αγαπούσε.
Εκείνα τώρα λείπουνε· μα αυτό μου το έργο μνήσκω ακόμα, κι οι μακαριστοί θεοί μου το βλογάνε· έφαγα κι ήπια απ' όλ' αυτά, και μοίρασα και σε άλλους. Μα λόγο ή έργο της κυράς γλυκό πια δεν ακούμε, |
375 | αφότου εκεί στο σπίτι της η συφορά κατέβη
με τους απόκοτους αυτούς. Κι οι δούλοι έχουν ανάγκη να της μιλάνε της κυράς, να τη ρωτάνε για όλα, να τρώνε και να πίνουνε, να παίρνουνε και κάτι μαζί τους όξω, απ' τα καλά που λαχταρεί η ψυχή τους. » |
380 | Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Αλλοίμονο, πόσο μικρός, καλέ χοιροβοσκέ μου, από πατρίδα και γονιούς στα ξένα πήρες δρόμο. Μα πες μας τώρα ξάστερα και ξήγησέ μου ετούτο· τάχα πλατύδρομη θνητών ρημώθη πολιτεία, |
385 | που μέσα κατοικούτανε κι η μάνα σου κι ο κύρης,
ή μοναχό σε βρήκανε με πρόβατα και βόδια δύστροποι ανθρώποι, κι άξαφνα σε ρίξαν στο καράβι, και σ' έφεραν σε πούλησαν σ' αυτού του αντρός τα σπίτια;» |
Κι ο πρώτος των χοιροβοσκών απάντησέ του κι είπε· | |
390 | «Ξένε, σα με ρωτάς κι αυτά, και θέλεις να τα μάθης,
σώπα, άκουγε, και γλέντιζε, και πίνε το κρασί σου καθούμενος· απέραντες οι νύχτες τώρα· κι έχεις καιρό και για να κοιμηθής, καιρό και για ν' ακούγης και να γλεντάς· να κοιμηθής δεν είναι ανάγκη ακόμα |
395 | κι ο πολύς ύπνος βαρετός. Όποιου τραβάει η καρδιά του,
ας έβγη κι ας πλαγιάση αυτός· και σα χαράξη η μέρα, ας φάη, και του αφεντικού τους χοίρους ας βοσκήση. Εμείς μες στην καλύβα μας εδώ φαγοποτώντας γλεντούμε τα μεγάλα μας ανιστορώντας πάθια |
400 | ο ένας του άλλου· γλέντι του του καταντούν οι πόνοι
του ανθρώπου που έπαθε πολλά, και που πολυπλανήθη. Και τώρα τούτο θα σου πω που με ρωτάς να μάθης. |
Νησί 'ναι, αν τό 'χης ακουστά, Συρία τ' όνομά του,
από την Ορτυγία, ψηλά, πού 'ναι οι τροπές του ήλιου· | |
405 | κόσμο δεν έχει και πολύ, μα καρπερό και πλούσιο
σε πρόβατα και σε βοσκές, σε αμπέλια και σιτάρι. Η πείνα εκεί δεν έρχεται, μήτ' άλλη μαύρη αρρώστια δεν πέφτει τους κακόμοιρους ανθρώπους να θερίζη· παρά στην πολιτεία τους οι ανθρώποι σα γεράσουν, |
410 | ο Φοίβος ο αργυρότοξος κι η Άρτεμη με σαΐτες
ανέπονες πηγαίνουνε και τους γλυκοκοιμίζουν. Δυό πολιτείες είν' εκεί, και τά 'χουν μοιρασμένα· ένα γνωρίζουν βασιλιά, τον κύρη μου κι οι δυό τους, άντρα θεόμοιαστο πολύ, το Χτήσιο του Ορμένου. |
415 | Κι ήρθανε τότες Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι,
αρπάχτες, και μ' αρίθμητα στολίδια στο καράβι. Είχε ο γονιός μου Φοίνισσα στο σπίτι του γυναίκα, ώρια και μεγαλόκορμη, σ' έργα λαμπρά τεχνίτρα· αυτή τήνε ξελόγιασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι, |
420 | και καθώς έπλενε σιμά στο μελανό καράβι,
κάποιος την πρωταγκάλιασε και το φιλί της πήρε, που τη γυναίκα ξεπλανάει όσο καλή κι αν είναι. Και τήνε ρώταγε ύστερα ποιά νά 'ταν κι αποπούθε· κι εκείνη αμέσως τού 'δειξε τον πύργο του γονιού μου· |
425 | «Απ' την πολύχαλκη έρχουμαι Σιδώνα, κι είμαι κόρη
του Αρύβαντα, που ο πύργος του βιός ήτανε γεμάτος· μα εμένα κλέφτες Ταφινοί με βρήκαν και μ' αρπάξαν ερχάμενη απ' την εξοχή, και πέρα εκεί με φέραν, στου ανθρώπου αυτού τ' αρχοντικό, κι αγόρασέ με εκείνος.» |
Κι ο άντρας που της έδωσε κρυφό φιλί της κρένει· | |
430 | «Δεν έρχεσαι στον τόπο σου μαζί μας τώρα πίσω,
να ξαναδής το σπίτι σου, τον κύρη, τη μανούλα ; τι ζουν ακόμα, και με βιός πολύ τους λογαριάζουν. » |
Κι εκείνη τότες μίλησε κι απάντησε του κι είπε· | |
435 | « Κι αυτό θα γίνη ά δέχεστε να μ' ορκιστήτε, ώ ναύτες,
πως άβλαβη στον τόπο μου πίσω θενά με πάτε. » |
Αυτά είπε, κι όλοι ορκίστηκαν καθώς ζητούσε εκείνη.
Κι οι ναύτες σαν αμώσανε και τέλειωσαν τον όρκο, πάλε τους ξαναμίλησε και τους ξανάειπε εκείνη· | |
440 | « Σωπάτε τώρα· και κανείς απ' όλους τους συντρόφους
ας μη μιλάη σα μ' απαντάη στο δρόμο ή και στη βρύση, μην πάη κανένας και τα πή του γέρου στο παλάτι, και νιώση, και σε φοβερά μέσα δεσμά με ρίξη, φέρη ξολοθρεμό κι εσάς· μόνε στο νου φυλάτε |
445 | το μυστικό, και γλήγορα ψουνίστε την πραμάτεια·
και σα γεμίση βιός πολύ το μελανό καράβι, στον πύργο ας μού 'ρθη μήνυμα, κι εγώ σας φέρνω τότες κι από χρυσάφι όσο μπορεί στα χέρια μου να πέση. Μα κι άλλο θα σας πλέρωνα με την καρδιά μου ναύλο. |
450 | Εγώ 'χω του αρχοντόπουλου την έννοια στο παλάτι·
ξυπνό παιδάκι, που όπου βγω κι αυτό μαζί μου τρέχει ά σας το φέρω, αρίθμητα θένα σας δώση κέρδη, όπου το πάτε, ανάμεσα σε αλλόγλωσσους ανθρώπους. » |
Σαν είπε αυτά, ξεκίνησε προς τα λαμπρά παλάτια. | |
455 | Όλο το χρόνο μείνανε στα μέρη μας εκείνοι,
με βιός πολύ γεμίζοντας το βαθουλό καράβι. Μα σαν το καλοφόρτωσαν κι ήταν καιρός να σύρουν, στείλανε τότες μήνυσαν της όμορφης γυναίκας. Κι ήρθε άνθρωπος πολύξερος στον πύργο του γονιού μου, |
460 | που είχε αλυσίδα μάλαμα πλεκτή με κεχριμπάρι,
κι η μάνα η πολυσέβαστη κι οι παρακόρες όλες την έψαχναν την κοίταζαν ζητώντας ν' αγοράσουν. Τής κρυφογνέφει τότε αυτός και φεύγει στο καράβι, Από το χέρι παίρνει με κι όξω με βγάζει εκείνη, |
465 | και βρίσκει μες στο πρόσπιτο ποτήρια και τραπέζια,
τι εκεί σαν καλοφάγανε του γέρου καλεσμένοι, κινήσανε στη συντυχιά του δήμου να καθίσουν. |
Παίρνει και κρύβει γλήγορα στον κόρφο τρία ποτήρια, | |
470 | και βγαίνει· αστόχαστα κι εγώ κατόπι ακολουθούσα.
Κι ο ήλιος σα βασίλευε κι απόσκιωναν οι δρόμοι, τρεχάτοι κατεβήκαμε στον όμορφο λιμιώνα, που το γοργό περίμενε καράβι τώ Φοινίκων. Μάς πήρανε και μπήκανε και τράβηξαν πελάγου, |
475 | και πρύμο έστελν' άνεμο του Κρόνου ο γιός ο Δίας.
Εξάμερο αρμενίζαμε νύχτα και μέρα το ίδιο, μα όταν ο Δίας έφερε την έβδομη τη μέρα, μιά σαϊτιά της Άρτεμης βαραίνει τη γυναίκα, κι αυτή βροντώντας έπεσε στου καραβιού τ' αμπάρι, |
480 | καθώς μέσα στη θάλασσα βουτάει το βουτηστάρι.
Τη ρίξανε ξεφάντωμα στις φώκες και στα ψάρια, και μοναχός μου απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. |
Στο Θιάκι εδώ τους έφεραν οι θάλασσες κι οι ανέμοι,
και με τα πλούτια που όριζε μ' αγόρασε ο Λαέρτης. Έτσι τα μάτια μου τη γης αυτή πρωτογνωρίσαν.» | |
485 | Και τότε ο διογέννητος του απάντησε Οδυσσέας·
«Πολύ βαθιά την άγγιξες, ώ φίλε, την καρδιά μου, ένα προς ένα λέγοντας τα πάθια της ψυχής σου. Όμως μαζί με το κακό σού 'δωκ' εσένα ο Δίας και το καλό· πολλά 'παθες, μα να, που βρήκες άντρα |
490 | καλό, που πρόθυμα να τρως σου δίνει και να πίνης,
και καλοζής· μα εγώ πολλές μες στα πλανέματά μου χώρες ανθρώπων πέρασα, και τώρα εδώ ξεπέφτω. » |
Τέτοια μιλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσο τους,
κι ύστερα πλάγιασαν· πολύ δε μείναν πλαγιασμένοι, | |
495 | τι γλήγορα γλυκόφεξε η χρυσόθρονη η Αυγούλα.
Ως τόσο του Τηλέμαχου στ' ακρόγιαλο οι συντρόφοι γοργά ξελύναν τα σκοινιά και βγάζαν το κατάρτι, και στ' άραγμα σα φέρανε με τα κουπιά το πλοίο, φουντάρανε την άγκουρα, και δέσαν τις πρυμάτσες. |
Κατόπι βγήκαν κι ίδιοι τους στης θάλασσας την άκρη, | |
500 | φαΐ τοιμάσαν κι έσμιξαν το φλογερό κρασί τους.
Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους, ο γνωστικός Τηλέμαχος μ' αυτά τα λόγια αρχίζει· |
« Τώρα στη χώρα φέρτε εσείς το μαύρο μας καράβι,
κι εγώ προς τα χωράφια μου και τους βοσκούς πηγαίνω, | |
505 | και σαν τα δω τα κτήματα, στη χώρα θα κατέβω
το βράδυ· στο ξημέρωμα για πλερωμή θα στρώσω τραπέζι με γλυκό κρασί, με κρέατα περίσσια. » |
Και τότες ο θεόμοιαστος Θεοκλύμενος του κρένει·
«Και που να πάω, ώ γιέ μου, εγώ ; σε τίνος νά 'ρθω σπίτι | |
510 | απ' όσους άντρες κυβερνούν το πετρωτό το Θιάκι;
Ή λες να πάω στη μάνα σου και στο παλάτι σου ίσια ; » Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε· « Σ' άλλους καιρούς στον πύργο μας θα σε καλούσα νά 'ρθης· δεν αψηφούν τον ξένο εκεί· μα για κακό σου θά 'ναι, |
515 | τι εγώ θα λείπω, και να δής τη μάνα δε θα μπόρειες·
στον πύργο εκείνη τους γαμπρούς συχνά δεν αντικρύζει, μόνε στ' ανώγι κάθεται και το πανί της φαίνει. Σε κάποιον άλλον θα σου πω να πάς, κι ετούτος είναι ο Ευρύμαχος, ο ωραίος γιός του φρόνιμου Πολύβου, |
520 | που σα θεό τόνε θωρούν όλοι στο Θιάκι μέσα·
πρώτος τους είναι, και ζητάει με περισσή λαχτάρα να πάρη και τη μάνα μου και του γονιού τις δόξες. Μα αυτά μονάχα ο κάτοικος του Ολύμπου, ο Δίας, τα ξέρει, αν θα τους φέρη την κακή τη μέρα πριν το γάμο. » |
525 | Τέτοια καθώς του μίλησε, πετάει πουλί δεξά του,
του Απόλλωνα μαντάτορας γοργόφτερος πετρίτης· είχε αγριοπερίστερο στα νύχια και μαδούσε, κι ανάμεσα Τηλέμαχου και καραβιού σκορπούσε φτερά. Κι ο Θεοκλύμενος τον πήρε από τους άλλους |
530 | μακριά, το χέρι τού 'σφιξε, και μίλησε του κι είπε· |
«Από θεό 'ναι το πουλί, Τηλέμαχε, που φάνη
δεξά σου· το είδα, κι ένιωσα πως μαντικό πουλί 'ναι. Βασιλικώτερη γενιά δεν έχει απ' τη δική σας το Θιάκι, και μεγάλοι εσείς θα ζήτε εδώ για πάντα.» | |
535 | Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·
«Μακάρι αυτός ο λόγος σου να βγη, καλέ μου ξένε· αγάπες και χαρίσματα πολλά θα σού 'χα τότες, που όλοι εδώ θα σ' έβλεπαν και θα σε μακαρίζαν. » |
Και στον πιστό του σύντροφο τον Πείραιο τότες είπε· | |
540 | « Γιέ του Κλυτίου, που απ' τα παιδιά που μ' έφεραν στην Πύλο,
εσύ πολύ πιο πρόθυμα τα λόγια μου αγρικούσες, και τώρα τούτον πάρε μου στο σπίτι σου τον ξένο, και φίλευε και τίμα τον ολόψυχα ώσπου νά 'ρθω.» |
Κι ο ξακουστός κονταριστής ο Πείραιος του απαντούσε· | |
545 | «Κι αν έμνησκες πολύν καιρό, Τηλέμαχε, εδώ πέρα,
καλά τον ξένο θα δεχτώ, και θά 'χη το ό,τι ορίζει.» |
Και στο καράβι ανέβηκε, και φώναξε τους άλλους
να λύσουν τα πρυμόσκοινα και ν' ανεβούν κι εκείνοι. Και μπήκαν και καθίσανε στου καραβιού στους πάγκους. | |
550 | Και φόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνταλα τα ωραία,
και πήρε από το κάσαρο βασταγερό κοντάρι με μύτη χάλκινη· κι αυτοί ξελύσαν τις πρυμάτσες· κινήσαν και τραβούσανε κατά τη χώρα τότες, καθώς τους είπε ο ακριβογιός του θεϊκού Οδυσσέα. |
555 | Κι αυτός γοργά περπάτηξε ώσπου ήρθε στην αυλή του,
που ήτανε χοίροι αρίθμητοι δικοί του, και σιμά τους ξενύχταε ο χοιροβοσκός που αγάπαε τους αφέντες. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου