Οδυσσέως και Ίρου πυγμή.
Κι ήρθε ένας ζήτουλας κοινός, που στου Θιακιού τη χώρα
γύρνα ζητώντας, ξακουστός για την αχορτασιά του· έτρωγε κι έπινε άπαυα, μα δύναμη δεν είχε μήτ' αντρειοσύνη, όσο τρανός στην όψη κι ά φαινόταν. | |
5 | Η μάνα του τον έβγαλε σάνε γεννήθη Αρναίο,
μα όλοι οι νέοι τον φώναζαν Ίρο, τι τόνε στέλναν κι έτρεχε σαν την Ίριδα μηνύματα να φέρη. Απ' το παλάτι του ήρθ' αυτός τον Οδυσσέα να διώξη, και τον κακόβριζε μ' αυτά τα φτερωμένα λόγια. |
10 | «Φεύγα απ' την πόρτα, γέρο μου, να μη σε ποδοσύρουν.
Δέ βλέπεις πως μου γνέφουνε αυτοί όλοι με το μάτι να σε πετάξω; όμως εγώ ντροπής μου σα να τό 'χω. Μα σύρε ά δεν αποθυμής στα χέρια να πιαστούμε.» |
Και λέει αγριοκοιτώντας τον ο τρίξυπνος Δυσσέας· | |
15 | «Εγώ, μωρέ, ποτές κακό δε σού 'πραξα μήτε είπα,
μα μήτε και σου ζήλεψα που παίρνεις τόσα δώρα. Κι οι δυό μας θα χωρέσουμε σ' εκείνο το κατώφλι· αν κι άλλος ξένα μερικά ζητήση, τι ζουλεύεις; Θαρρώ ζητεύεις δα κ' εσύ, κι οι θεοί θα μας πορέψουν. |
20 | Μη θες μαζί μου να πιαστής, μην τύχη και θυμώσω,
και μ' όλα μου τα γερατειά σου περιχύσω μ' αίμα τα χείλη και τα στήθια σου· και θά 'μουν συχασμένος την ταχινή, γιατί όρεξη δε θα σού 'ρχόταν πάλε να ξαναμπής στ' αρχοντικό του γόνου του Λαέρτη.» |
25 | Κι ο Ίρος τότε ο ζήτουλας φωνάζει χολιασμένος·
«Ωχού, και πως μωρολογάει τρεχάτα ο ψωμοχάφτης, σα χουχουλόγρια· θά 'θελα να τόνε πιάσω αλήθεια, και με τα δυό βαρώντας του, τα δόντια απ' τα σαγόνια σαν της γουρούνας να πετώ της σπαρτοκαταλύτρας. |
30 | Έλα, και ζώσου να μας δούν κι αυτοί όλοι στην παλαίστρα· 30
και πως στη μάχη αποκοτάς να βγής με νεώτερό σου;» |
Έτσι ομπροστά στις αψηλές τις θύρες λογοφέρναν,
απάνω στο πελεκητό στεκάμενοι κατώφλι. Τούς άκουσε απομέσαθε ο αντρόψυχος Αντίνος, | |
35 | κι απ' την καρδιά του γέλασε, και στους μνηστήρες είπε·
« Δέ μας συνέβηκε άλλοτες, αδέρφια, τέτοιο πράμα, μες στα παλάτια αυτά ο θεός να στέλνη τέτοιο γλέντι. Στα χέρια πάνε να πιαστούν ο ξένος με τον Ίρο· μα ελάτε να τους σπρώξουμε να φαγωθούν οι δυό τους. » |
40 | Είπε, και τρέξαν όλοι τους γελώντας, και τριγύρω
στους φτωχοφορεμένους δυό ζητιάνους μαζωχτήκαν και τότ' έτσι τους μίλησε του Ευπείθη ο γιός ο Αντίνος· |
«Ακούστε αυτό που θα σάς πω, λεβέντηδες μνηστήρες.
Εχουμ' εδώ γιδοκοιλιές πάς στη φωτιά βαλμένες, | |
45 | που μ' αίμα τις γεμίσαμε και ξύγγι για το δείπνο·
όποιος νικήση από τους δυό, και βγή πιο παλληκάρι, ας σηκωθή, κι απ' τις κοιλιές όποια του αρέση ας πάρη· κι ύστερ' ας τρώη αυτός μ' εμάς για πάντα, και κανέναν νά 'ρχεται μέσα να ζητάη δε θέν' αφήνουμε άλλον.» |
50 | Αυτά 'πε ο Αντίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους. 50
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος με πονηριά τους κρένει· |
« Παιδιά, σε αγώνα δεν μπορεί να βγή με νεώτερό του
γέρος σα μένανε άνθρωπος και κακοπαθιασμένος· κι όμως η άπιστη η κοιλιά να χτυπηθώ με βιάζει. | |
55 | Ως τόσο εσείς αμώστε μου μ' όρκο φριχτό, και πήτε
πως άνομα κανένας σας δε θα βοηθήση ετούτον βαρώντας με, αποκάτω του πιο εύκολα να πέσω.» |
Αυτά ειπε, κι όλοι ορκίστηκαν καθώς αυτός ζητούσε.
Και στους θεούς σαν άμωσαν, και πήρε ο όρκος τέλος, | |
60 | ξαναρχινάει ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο· |
«Άν θέλη η αντρειωμένη σου ψυχή να τον ξεκάνης,
ώ ξένε, ετούτον, άλλονα μη φοβηθής κανένα, τι θα παλαίψη με πολλούς εσένα όποιος χτυπήση. Ξένο μου σ' έχω, κι είναι δυό μαζί μας βασιλιάδες· | |
65 | ο Αντίνος κι ο Ευρύμαχος, άντρες κι οι δυό με γνώση. » |
Αυτά 'λεγε ο Τηλέμαχος, και συμφωνούσαν όλοι·
κι ο Οδυσσέας τη γύμνια του με τα κουρέλια δένει, και δείχνει τότες τα όμορφα και τα παχιά μεριά του, και φάνηκαν τα διάπλατα τα στήθια του κι οι ώμοι, και τα βραχιόνια τα γερά· ζυγώνει κι η Παλλάδα | |
70 | σιμά και το βασιλικό κορμί του μεγαλώνει. |
Θαμάσανε κι απόμειναν τότε οι μνηστήρες όλοι,
και γύριζε ένας κι έλεγε τον πλαγινό κοιτώντας· | |
« Και τι κακό που γύρεψε να πάθη ο καψο-Ίρος.
Γιά δες μερί που κρύβανε του γέρου τα κουρέλια. » | |
75 | Αυτά είπαν, και ταράχτηκε μέσα η καρδιά του Ίρου,
Όμως αφού τον έζωσαν, τον φέραν τα κοπέλια με το στανιό, τι σύγκορμος τρεμούλιαζε απ' το φόβο. Κι ο Αντίνος τόνε μάλωσε κι ονόμασέ τον κι είπε· |
« Και να μην είχες γεννηθή βουβάλι φουσκωμένο, | |
80 | που αυτόν εσύ τον άνθρωπο φοβάσαι και τρομάζεις,
το γέρο, κι ας τον έφαγαν τα βάσανα που τού 'ρθαν. Μα εγώ ένα λόγο θα σου πω, κι αυτό που πω θα γίνη, Ά σε καταπονέση αυτός, και βγή πιο παλληκάρι, θένα σε στείλω στη στεριά με μελανό καράβι, |
85 | στο βασιλέα τον Έχετο, του κόσμου αδικοπράχτη,
μύτη κι αυτιά να κόψη σου μ' αλύπητο μαχαίρι, και βγάζοντάς σου τα κρυφά τα ρίξη ωμά στους σκύλους. » Είπε, κι εκείνον πιότερη τον έπιασε τρομάρα, στη μέση σαν τον έφερναν. Τότες οι δυό τα χέρια |
90 | σηκώσανε, κι ανάδευε στο νου του ο Οδυσσέας,
να τον χτυπήση, που νεκρός στον τόπο εκεί να μείνη, ή μ' ένα βάρεμα αλαφρό να τόνε στρώση χάμου. Και συλλογιώντας έκρινε πιο φρόνιμο πως ήταν να δώση βάρεμα αλαφρό, μην τόνε νιώσουν οι άλλοι. |
95 | Σηκώνουν χέρι, και χτυπάει στον δεξιόν ώμο ο Ίρος.
Στό ζνίχι κι ο Δυσσέας χτυπάει, κατά τ' αυτί αποκάτου, και μέσα σπάει τα κόκαλα· και κόκκινο αίμα τρέχει από το στόμα. Βόγγησε κι έπεσε χάμου ο Ίρος, τα δόντια τρίζοντας καθώς τα χώματα κλωτσούσε. |
100 | Σηκώσανε τα χέρια τους οι ξέλαμπροι μνηστήρες,
κι από τα γέλια απέθαναν. Τον παίρνει από το πόδι, και μέσ' από το πρόθυρο καταόξω σέρνοντάς τον, ο Οδυσσέας τον έφερε στων παλατιών τις θύρες· και γέρνοντάς τον στης αυλής τον τοίχο, κάθισέ τον, ραβδί στο χέρι τού 'βαλε, και φώναξε τον κι είπε· |
105 | «Κάθου αυτού τώρα, τα σκυλιά να διώχνης και τους χοίρους,
και μη μου βγαίνης φύλακας των ξένων και ζητιάνων, χαμένε, πιο χειρότερα για να μη σού 'ρθουν πάθια.» |
Αυτά είπε, και παλιόν τορβά γεμάτο τρύπες ρίχτει
στους ώμους του, με πρόστυχο σκοινί, για κρεμαστήρι, | |
110 | και στο κατώφλι γύρισε και κάθισε. Κι οι άλλοι
με γέλια μπήκανε πολλά και τόνε προσμιλούσαν· |
«Ο Δίας κι οι αθάνατοι να σου χαρίζουν, ξένε,
ό,τι εσύ πιότερο ποθείς, κι ό,τι ζητάει η καρδιά σου, που ετούτον τον αχόρταγο να τρέχη δεν αφήκες | |
115 | στη χώρα μέσα· στη στεριά θένα σταλθή με πλοίο,
στο βασιλέα τον Έχετο, του κόσμου αδικοπράχτη ». |
Είπαν και χάρηκε ο λαμπρός Δυσσέας στα λόγια εκείνα.
Κι ο Αντίνος έβαλε τρανή μπρος του κοιλιά γεμάτη αίμα και ξύγγι· δυό ψωμιά κι ο Αμφίνομος του φέρνει | |
120 | απ' το πανέρι, με χρυσό τον χαιρετάει ποτήρι,
και λέει του· « Γειά σου, ώ ξένε μας πατέρα, και να σού 'ρθουν καλά στερνά· γιατ' είν' πολλά τα βάσανά σου τώρα ». |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ του· | |
125 | «Αμφίνομε, άνθρωπος εσύ μου φαίνεσαι με γνώση·
τέτοιο όνομα άκουγα λαμπρό πως είχε κι ο γονιός σου, ο πλούσιος κι ο καλόκαρδος ο Δουλιχιώτης Νίσος· εκείνου λέγεσαι παιδί, και σα λεβέντης μοιάζεις. Και τώρα λόγο θα σου πω, που εσύ καλάκουσέ τον. |
130 | Απ' όσα ζούν και σέρνουνται πάνω στη γης, κανένα
απ' το θνητό πιο αδύναμο δε βρίσκεται άλλο πλάσμα. Όσο βαστιέται κι οι θεοί καλοτυχιά του δίνουν, θαρρεί πως δεν μπορεί κακό στον κόσμο πια να πάθη· αν όμως οι μακαριστοί θεοί του φέρουν λύπες, |
135 | τότες κι αθέλητα μπορεί και τις βαστάει η καρδιά του.
Τί αλλάζει των θνητών ο νους κι αυτός κατά τη μέρα, που τους χαρίζει των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας. Θά 'χα κι εγώ καλοτυχιές και πλούτια μες στον κόσμο, μα μύριες έπραξα ανομιές με της αντρειάς την τόλμη, |
140 | κι από την πίστη την πολλή σε αδέρφια και πατέρα.
Λοιπόν ποτές του το άδικο να μη ζητάη κανένας, μόν' ας τα χαίρεται ήσυχα όσα οι θεοί του δίνουν. Και τώρα βλέπω τι ανομιές σοφίζουνται οι μνηστήρες, που καταλούν τα χτήματα, και βρίζουν τη γυναίκα |
145 | εκείνου, που θαρρώ μακριά από φίλους και πατρίδα
δε βρίσκεται· και μάλιστα κοντά 'ναι· εσένα τότες θεός ας φέρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης την ώρα που στην ποθητή πατρίδα του γυρίση· τι στο παλάτι του άμα αυτός πατήση, δίχως αίμα |
150 | σου λέω πως δε θα χωριστούν εκείνος κι οι μνηστήρες ». |
Αυτά είπε, και σαν έσταξε κι ήπιε κρασί και φράνθη,
ξανάθεσε στου βασιλιά τα χέρια το ποτήρι. Τότες αυτός βαριόκαρδος περπάταε μες στον πύργο, σκυμμένο το κεφάλι του, γιατί κακό φοβόταν. | |
155 | Μα κι έτσι δεν τον ξέφυγε το χάρο· τι η Παλλάδα
με τ' όπλο του Τηλέμαχου τον έκαμε να πέση· και πήγε ξανακάθισε στο θρόνο που είχε αφήσει. |
Τότες της έβαλε στο νου η θεά η γαλανομάτα,
της φρόνιμης βασίλισσας και κόρης του Ικαρίου, | |
160 | μπρος στους μνηστήρες να φανή, κι ελπίδα στην ψυχή τους 160
να φέρη μεγαλύτερη, και λατρευτή να γίνη στο γιό της και στον άντρα της περσότερο από πρώτα. Και λαφρογέλασε άκαρδα, και στην κελάρισσα είπε· |
« Θέλει, Ευρυνόμη, όσο άλλοτες δεν ήθελε η καρδιά μου, | |
165 | μπρος στους μνηστήρες να φανώ, κι ας είν' και μισητοί μου,
και στο παιδάκι μου να πω δυό λόγια για καλό του, να μην πολυξανοίγεται με τους κακούς μνηστήρες, που πάντα του γλυκομιλούν, μα κρύβει μαύρα ο νους τους.» |
Και τότες η κελάρισσα της είπε η Ευρυνόμη· | |
170 | « Καλά και συσταζούμενα τα λες αυτά, παιδί μου,
κι άμε του γιού σου να τα πής, κρυφά μην τα φυλάγης· μα νίψου πρώτα, κι άλειψε την όψη σου με λάδι, μην έρχεσαι με πρόσωπο θαμπό και δακρυσμένο, τ' είναι κακό να φαίνεσαι πάντα γιομάτη πίκρα, |
175 | τώρα δα που άντρας γένηκε, στους θεούς καθώς το ευκόσουν,
μιά μέρα να τον αξιωθής με γένια φυτρωμένα.» |
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τότες κι είπε·
«Αν και πονής με, όμως αυτά μη μου τα λες, καλή μου, εγώ μαθές να νίβουμαι, την όψη μου ν' αλείβω· | |
180 | τι εμένα οι θεοί οι αθάνατοι τα κάλλη μου αφανίσαν,
αφότου εκείνος έφυγε με τα βαθιά καράβια. Μόνε της Ιπποδάμειας πες και της Αυτονόης, νά 'ρθουν να με παρασταθούν μες στο παλάτι οι δυό τους τι ντρέπουμαι μονάχη μου να πάω στους άντρες μέσα.» |
185 | Είπε, και διάβηκε η γριά πομέσα απ' το παλάτι,
να πάη να δώση μήνυμα τώ γυναικώνε νά 'ρθουν. |
Τότε άλλο συλλογίστηκε η θεά η γαλανομάτα·
με ύπνο γλυκό περέχυσε του Ικάριου την κόρη, και πλάγιασε, κοιμήθηκε, και λύθηκαν οι αρμοί της | |
190 | καθώς κοιτότανε· κι η θεά με δώρα τη στολίζει
αθάνατα, που οι Αχαιοί θωρώντας, να θαμάζουν. Και πρώτα αμάραντη ομορφιά στην όψη της απλώνει, σαν της ωριοστεφάνωτης την ομορφιά Κυθέρειας, στον ερωτιάρικο χορό σαν μπαίνη τώ Χαρίτων· |
195 | την έκαμε και πιο αψηλή, και πιο τρανή στην όψη,
κι απ' το κοφτό το φίλντισί πιο λαμπερή και πιο άσπρη. Αυτά σαν έκαμε, έφυγε η θεά η γαλανομάτα· κι απ' το παλάτι φτάσανε οι ασπροχερούσες βάγιες, κι απ' τον κατάγλυκο ύπνο της την ξύπνησε η φωνή τους. |
200 | Την όψη με τα χέρια της έτριψε τότες, κι είπε· |
«Υπνος που μ' ηύρε μαλακός την κακοπαθιασμένη.
Μακάρι τέτοιο θάνατο να μού 'δινε η παρθένα η Άρτεμη, που ολοζώς στα δάκρυα να μη λυώνω, τις χάρες τις αρίθμητες ποθώντας του ακριβού μου | |
205 | του αντρός, που απ' όλους ήτανε τους Αχαιούς ο πρώτος.» |
Αυτά σαν είπε, απ' τα λαμπρά κατέβηκε τ' ανώγια,
μόνη της όχι· αντάμα της δυό βάγιες κατεβήκαν. Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες, σιμά στο στύλο στάθηκε της δουλεμένης στέγης, | |
210 | σηκώνοντας στο πρόσωπο το λαμπερό φακιόλι,
με τις παραστεκάμενες από τις δυό πλευρές της. Κι εκείνοι, γλυκοτρέμοντας απ' την πολλή λαχτάρα, ευκόταν την αγάπη της μιά μέρα να χαρούνε. Και τότες αυτή μίλησε του ακριβογιού της, κι είπε· |
215 | « Σού 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε, και λογισμό δεν έχεις.
Παιδί σαν ήσουν, πιότερα σοφίζουνταν ο νους σου· και τώρα που μεγάλωσες, και παλληκάρι γίνης, κι όποιος τηράει την ομορφιά και την κορμοστασιά σου θα πή πως είσαι αρχόντου γιός, όμως δεν έχεις τώρα |
220 | τα φρένα σου σαν άλλοτες, και λείπει ο λογισμός σου.
Δές, πως αυτό το κάμωμα μες στο παλάτι αφήκες να γίνη· ξένος άξαφνα να κακοπάθη ομπρός σου. Μα αν πάθαινε μαθές κι αυτός που κάθεται εκεί τώρα, παρόμοιο μεταχείρισμα σκληρό μες στο παλάτι, |
225 | πόση ατιμιά, και τι ντροπή σ' όλον τον κόσμο θά 'χες. » |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κρένει·
« Δεν το παραξενεύουμαι, μανούλα, που χολώνεις· μα όλα στο νου μου τά 'χω εγώ, κι όλα τα ξεδιαλύνω, και το καλό και το κακό, τι πια μωρό δεν είμαι. | |
230 | Όμως σωστά το καθετις δε δύνομαι να κρίνω,
τι άλλος εδώ κι άλλος εκεί τα φρένα μου σαστίζουν, αυτοί εδώ οι κακόβουλοι, κι εγώ βοηθούς δεν έχω. Ως τόσο σαν που θέλανε δεν τέλειωσε του ξένου και του Ίρου η μάχη· πιο γερός και δυνατός ο ξένος. |
235 | Άχ, Δία πατέρα, κι Αθηνά, κι Απόλλωνα, ας μπορούσα
να δώ μες στα παλάτια μας ετούτους τους μνηστήρες να γέρνουν τα κεφάλια τους πεσμένοι άλλοι εδώ μέσα, άλλοι παρόξω στην αυλή, κορμιά παραλυμένα, καθώς κι ο Ίρος κάθεται κεί στης αυλής τη θύρα, |
240 | και γέρνει το κεφάλι του σα νά 'ταν μεθυσμένος,
κι όρθιος στα πόδια να σταθή δε δύνεται, και μήτε να σύρη πίσω σπίτι του, κορμί παραλυμένο.» |
Αυτά λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσο τους·
και μίλησε ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κι είπε· | |
245 | «Ώ Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα,
αν όλοι του Άργους οι Αχαιοί σε βλέπανε δωπέρα, πιότεροι θα τρωγόπιναν μνηστήρες στα παλάτια τ' απόταχο, γιατ' είσαι εσύ τώ γυναικών η πρώτη, στο κάλλος και στ' ανάστημα, και στα σωστά σου φρένα. » |
250 | Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
« Ευρύμαχε, τις χάρες μου, τα κάλλη, το κορμί μου, τ' αφάνισαν οι αθάνατοι, στην Τρωάδα σαν κινήσαν οι Αργίτες, και μ' αυτούς μαζί κι ο άντρας μου ο Δυσσέας. Εκείνος αν ερχότανε τη ζωή μου να φροντίζη, |
255 | πιο δοξασμένο και λαμπρό θένα' ταν τ' όνομά μου.
Τώρα έχω λύπες, τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα. Άχ, τότες που απ' την ποθητή πατρίδα ξεκινούσε, θυμάμαι πως απ' το δεξί μ' έπιασε χέρι, κι είπε· « Γυναίκα, δε στοχάζουμαι πως οι φτερόποδοι όλοι |
260 | Αχαιοί θένα γυρίσουνε γεροί από την Τρωάδα·
τι λεν πως πολεμόχαροι κι οι Τρωαδίτες όντας, κι από κοντάρι ξέρουνε, κι από δοξάρι νιώθουν και σε γοργόποδα άλογα ανεβαίνουν, και τον όμοιο αποφασίζουν μονομιάς αγώνα του πολέμου. |
265 | Έτσι, δεν ξέρω αν ο θεός θ' αφήση να γυρίσω,
ή εκεί στην Τροία αν θα χαθώ· κι εδώ σύ νοιάζου τα όλα, τη μάνα και τον κύρη μου σαν τώρα φρόντιζέ τους, ή και καλύτερα, όσο 'γώ βρίσκουμ' εκεί στα ξένα· και του παιδιού μας άμα δης τα γένια να φυτρώνουν |
270 | τότε άφησε το σπίτι σου, πάρε όποιον θέλεις άντρα.»
Εκείνος τέτοια μού 'λεγε, κι όλα τελιούνται τώρα, κι η νύχτα δε θ' αργήση πια του μαύρου γάμου εμένα, της έρμης, που μου τό 'σβησε το ριζικό μου ο Δίας. Μα κι άλλος πόνος φοβερός αγγίζει την καρδιά μου· |
275 | τέτοιες δεν είχαν άλλοτες συνήθειες οι μνηστήρες·
αρχοντοκόρη αν θέλανε να πάρουν ζουλεμένη, κι ανάμεσό τους μάχονταν ποιός να την κάμη νύφη, βόδια μαζί τους φέρνανε κι αρνιά καλοθρεμμένα, για τους δικούς της κορασιάς, κι ώρια της δίναν δώρα, |
280 | μα ξένα πλούτια χάρισμα δεν τρώγανε ποτές τους.» |
Αυτά είπε, κι ο πολύπαθος χαιρότανε Οδυσσέας,
που πάσκιζε τα δώρα τους να πάρη, και με λόγια γλυκά γλυκά τους μάγευε, μα ο νους της άλλα ζήτα. | |
Κι ο Αντίνος του Ευπείθη ο γιός απάντησέ της κι είπε· | |
285 | «Ώ Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα,
όποιος εδώ απ' τους Αχαιούς θέλει να φέρνη δώρα, δέχου τα· δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνιέσαι· μα εμείς, μήτε στα χτήματα, μήτε κι αλλού δεν πάμε, πρί να διαλέξης άντρα σου των Αχαιών τον πρώτο. » |
290 | Αυτά 'πε ο Αντίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους,
κι έστειλαν όλοι κήρυκα τα δώρα να τους φέρη. Τού Αντίνου πέπλο φέρανε πανώριο και μεγάλο, και πλουμιστό, με δώδεκα μαλαματένιες κόπτσες που στα θηλύκια ταίριαζαν τα ομορφολυγισμένα. |
295 | Τού Ευρύμαχου περίτεχνη του φέραν αλυσίδα,
κεχριμπαρένια και χρυσή, που έφεγγε σαν τον ήλιο. Οι δούλοι του Ευρυδάμαντα δυό σκουλαρίκια φέραν, με τρία σα μούρα, ολόλαμπρα, πετράδια το καθένα. Κι ο βασιλέας ο Πείσαντρος, ο γιός του Πολυχτόρου, |
300 | δώρο έστειλε πανόμορφο σφανταχτερό γιορντάνι.
Όμοια κι οι άλλοι οι Αχαιοί προσφέρνανε στολίδια. |
Κατόπι η θεία η δέσποινα στ' ανώγια της ανέβη,
κι οι βάγιες ακολούθησαν με τα πανώρια δώρα. Εκείνοι πάλε με χορούς και με γλυκά τραγούδια | |
305 | γλεντίζανε, προσμένοντας ωσπού να ρθή το βράδυ·
και καθώς γλέντιζαν τ' αχνό κατέβηκε το βράδυ, Στήσανε τότες δυό φανούς να φέγγουνε, και βάλαν ξύλα στεγνά κι ολόξερα και νιοσκισμένα γύρω, που σμίγοντάς τα με δαδιά τα κράτααν αναμμένα |
310 | οι δούλες του αντρειόψυχου Δυσσέα με την αράδα.
Σ' αυτές τότε ο πολύβουλος κι ο θεϊκός Δυσσέας μίλησε· «Δούλες του τρανού του Οδυσσέα, που λείπει στα ξένα χρόνους και καιρούς, αμέτε εκεί που μνήσκει η σεβαστή η βασίλισσα, και πιάστε εκεί τη ρόκα, |
315 | ή γνέθετε για γλέντι της, σιμά της καθισμένες,
και σ' όλους τούτους πού 'ναι εδώ μπορώ και φέγγω ατός μου, Μα ακόμα κι αν προσμένουνε την ώρια Αυγούλα νά 'ρθη, δε με τρομάζουνε· τι εγώ βαστώ σε κάθε κόπο.» |
320 | Είπε, κι εκείνες γέλασαν, κι είδαν η μιά την άλλη.
Μα η Μελανθώ τότε άσκημα του μίλησε η ομορφούλα, που του Δολίου ήταν παιδί, μα καλανάθρεψέ την η Πηνελόπη, και λαμπρά της χάριζε παιχνίδια· όμως την Πηνελόπη αυτή δε συμπονούσε τώρα, |
325 | παρά με τον Ευρύμαχο κρυφές αγάπες είχε.
Αυτή του κακομίλησε με πείσμα του Οδυσσέα· |
« Καημένε ξένε, που θαρρώ ξεκουτιασμένος είσαι,
δεν πάς μες σε χαλκιάδικο να κοιμηθής, ή χάνι, μόνε ήρθες και μωρολογάς εδώ με τόσο θάρρος, | |
330 | [ σ' αυτούς τους άντρες ομπροστά χωρίς να νιώθης φόβο ;
Γιά το κρασί σε ζάλισε, για τέτοια πάντα θά 'ναι τα φρένα σου, και κάθεσαι και μας λαλείς του βρόντου ]. Ή καμαρώνεις που έρριξες τον Ίρο το ζητιάνο ·, Κοίτα μην άλλος άξαφνα καλυτερός του σού 'ρθη, |
335 | και με τ' αντρίκια χέρια του τα καύκαλα σου σπάση,
και βουτημένο στα αίματα σε διώξη απ' το παλάτι. » |
Και λέει αγριοκοιτώντας την ο ρήγας ο Οδυσσέας·
«Θά τρέξω, του Τηλέμαχου να τα μηνύσω, ώ σκύλα, αυτά που λες, να ρθή μεμιάς κομμάτια να σε κόψη.» | |
340 | Μ' αυτά τα λόγια δείλιασαν αμέσως οι γυναίκες·
τους κόπησαν τα ήπατα, και σκόρπισαν και φύγαν περίτρομες, τι πίστευαν πως είπε την αλήθεια. Στούς αναμμένους τους φανούς στάθηκε τότε εκείνος να φέγγη, και στο πρόσωπο θωρούσε τον καθέναν, |
345 | μα άλλα στο νου του γύριζε, που ατέλεστα δε μείναν. |
Κι η Αθηνά δεν άφηνε τους θεότολμους μνηστήρες
να παύουν την κακογλωσσιά, για να κατέβη ο πόνος ακόμα πιο βαθύτερα στου Οδυσσέα τα σπλάχνα. Και πρώτος ο Ευρύμαχος, ο γόνος του Πολύβου, | |
350 | τον Οδυσσέα πείραζε, για να γελούν οι φίλοι· |
«Ακούτε με, ώ της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
τα όσα μέσα μου αγρικώ να σάς τα φανερώσω. Δεν ήρθε αυτός χωρίς βουλή θεού μες στο παλάτι του Οδυσσέα· σαν τα δαδιά κι η κεφαλή του φέγγει, | |
355 | τι απάνω της δεν έμεινε μικρή ή μεγάλη τρίχα.» |
Και του Οδυσσέα κουβέντιασε, του καστροπολεμίτη·
«Θά 'ρχόσουν τάχα αργάτης μου, ά σε ζητούσα, ώ ξένε, σε κάποιαν άκρη χωραφιών, με πλερωμή, να φέρνης λιθάρια για τους φράχτες μου, και δέντρα να φυτεύης; | |
360 | Εκεί θροφή θα σού 'δινα, και με το παραπάνω,
και θά 'χες και φορέματα, και τα ποδήματά σου. Μα τώρα που κακόμαθες, δουλειά δε θες να πιάσης μόνε σ' αρέσει σε χωριά να σέρνεσαι και χώρες, να θρέφης με τη διακονιά τη λαίμαργη, κοιλιά σου». |
365 | Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απολογήθη·
«Ήθελ' αλήθεια στη δουλειά να παραβγούμε οι δυό μας την άνοιξη, ώ Ευρύμαχε, που μεγαλώνει η μέρα, πάς στο γρασίδι· να κρατώ καλόγερτο δρεπάνι, παρόμοιο να κρατάς κι εσύ, και να δοκιμαστούμε, |
370 | ως το σκοτάδι νηστικοί, και νά 'χη εκεί χορτάρι.
Ή και δυό βόδια αν εβρισκα λαμπρά να κυβερνήσω, μεγάλα και βασταγερά, γρασίδι χορτασμένα, ομήλικα, συνταιριαστά, με δύναμη περίσσια, που ο κάθε σβώλος της σποριάς να πέφτη ομπρός στ' αλέτρι, |
375 | θα μ' έβλεπες πως θ' άνοιγα τ' αυλάκι πέρα ως πέρα.
Κι αν από κάπου πόλεμο σήκωνε ο γιός του Κρόνου σήμερα, κι είχα ασπίδα εγώ, και δυό μαζί κοντάρια, κι ολόχαλκο περίκρανο στην κεφαλή αρμοσμένο, μες στους προμάχους θά 'βλεπες εμένα πρώτο πρώτο, |
380 | και δε θα κατηγόρειες με ποτές για την κοιλιά μου.
Μα είσαι κακόβουλος εσύ, κι είναι σκληρή η καρδιά σου· κι όμως μεγάλος και πολύς φαντάζεσαι πως είσαι, αν και με λίγους σμίγεσαι, και τούτους όχι αντρείους. Ανίσως στην πατρίδα του γυρίση ο Οδυσσέας, |
385 | οι θύρες οι τετράπλατες ομπρός σου θα στενέψουν,
θα φεύγης απ' τα πρόθυρα να τιναχτής στους δρόμους.» |
Αύτα είπε, και βαρύτερα ο Ευρύμαχος χολιάζει,
κι αγριοκοιτώντας τον λαλεί με φτερωμένα λόγια. | |
« Κακά θα πάθης μα το ναί, παλιάνθρωπε, από μένα, | |
390 | που ομπρός σ' αυτούς μωρολογάς χωρίς να νιώθης φόβο·
για το κρασί σε ζάλισε, για τέτοια πάντα θά 'ναι τα φρένα σου, και κάθεσαι και μου λαλείς του βρόντου. Ή καμαρώνεις που έρριξες τον Ίρο το ζητιάνο ; » |
Αυτά είπε, κι άδραξε σκαμνί· και τότες ο Οδυσσέας | |
395 | φοβήθηκε και κάθισε στου Αμφίνομου το γόνα·
και χτύπησε ο Ευρύμαχος πάς στο δεξί το χέρι τον κεραστή· και με βουητό κυλίστηκε ο προχύτης, κι αυτός ανάμεσα έπεσε στα χώματα βογγώντας. Κι οι άλλοι στα βαθιόσκιωτα παλάτια οχλαλοούσαν· |
400 | κι απ' αυτούς κάποιος έλεγε τηρώντας πλαγινό του· |
« Νά 'χε χαθή στην ερημιά πριν έρθη αυτός ο ξένος,
δε θένα σήκωνε μαθές τέτοια βουή εδωπέρα. Και τώρα λογοφέρνουνε για ζήτουλους, και γλύκα δεν έχουν τα τραπέζια μας, μόν' το κακό πρωτεύει. » | |
405 | Και τότες ο Τηλέμαχος τους έλεγε ο λεβέντης·
« Κακότυχοι, φρενιάζετε, και δεν μπορεί πια ο νους σας μηδέ πιοτό μηδέ φαΐ να κρύψη· θεός σάς σπρώχνει. Τώρα που καλοφάγατε, στο σπίτι σας καθένας αμέτε και συχάζετε· δε διώχνω εγώ κανέναν.» |
410 | Αυτά είπε, και δαγκάνοντας τα χείλη τους εκείνοι,
θαμάζαν τον Τηλέμαχο, πόσο ανοιχτά μιλούσε. Και τότες ο Αμφίνομος ξαγόρεψέ τους κι είπε, ο δοξαστός του Νίσου γιός και του Αρήτου αγγόνι· |
« Παιδιά, σα μας μιλούν σωστά, δεν πρέπει εμείς αγνάντια | |
415 | λαλώντας να θυμώνουμε και να λογομαχούμε.
Τον ξένο μην τον βρίζετε, μήτε κανέναν άλλον από τους δούλους του θεϊκού Δυσσέα στα παλάτια· Μόν' ας αρχίση ο κεραστής, και στάξιμο σα γίνη, πηγαίνουμε στα σπίτια μας να πέσουμε στον ύπνο· |
420 | τον ξένο τον αφήνουμε στον πύργο του Οδυσσέα·
ικέτη του ο Τηλέμαχος τον έχει, κι ας νοιαστή τον. » |
Είπε, και σ' όλους εύλογα τα λόγια του φανήκαν.
Κι ο ήρωας Μούλιος, κήρυκας, του Αμφίνομου κοπέλι, μες στο κροντήρι το κρασί καλόσμιξε, και σε όλους | |
425 | γύρω το μοίρασε. Κι αυτοί στους αθανάτους στάξαν,
κι ήπιαν μελόγλυκο κρασί. Και σάνε στάξαν όλοι, κι ήπιαν κρασί όσο ήθελε η καρδιά τους, ξεκινήσαν καθένας προς το σπίτι του, να πέσουνε στον ύπνο. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου