Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα.
Μα στο παλάτι ο θεϊκός απόμεινε Οδυσσέας,
με τη θεά αναδεύοντας το φόνο τώ μνηστήρων, κι αυτά του γιού του μίλησε τα φτερωμένα λόγια· | |
«Ανάγκη μέσα τ' άρματα, ώ Τηλέμαχε, να θέσης | |
5 | κι όταν εκείνοι θέλοντας να ξέρουν, σε ρωτάνε,
εσύ με λόγια μαλακά γλυκαποκοίμιζέ τους, και λέγε τους: —Απ' τον καπνό τα πήρα τι δεν είναι σαν που ο Δυσσέας τ' άφησε μισεύοντας στην Τροία, μόνε η αχνίλα της φωτιάς τα θόλωσε από τότες. |
10 | Μα κι άλλο μεγαλύτερο βάζει στο νου μου ο Δίας,
μην τύχη και σε μάλωμα σάς ρίξη το μεθύσι, και χτυπηθήτε, κι ατιμιά στην προξενειά σας φέρτε, γιατί μονάχο του τραβάει το σίδερο τον άντρα.» |
Τον άκουσε ο Τηλέμαχος τον ακριβό γονιό του, | |
15 | και τη βυζάστρα Ευρύκλεια φωνάζει, και της κρένει· |
«Μές στο παλάτι κράτα μου τις κοπελιές, ώ μάνα,
ώσπου του κύρη τ' άρματα στο θάλαμο να θέσω, τα ώρια, που τα τρώει πολλή στο σπίτι μας καπνίλα, από τα τότες που έφυγε, κι ήμουν εγώ παιδάκι. | |
20 | Θά τα φυλάξω τώρα εκεί που άχνη φωτιάς δε φτάνει.» |
Και τότες η πανάκριβη του κρένει παραμάνα·
«Μακάρι, ώ γιέ μου, ν' άρχιζες με πονεσιά και γνώση το σπίτι αυτό να νοιάζεσαι και να φυλάης αλήθεια. Μα πες μου ως τόσο, ποιά το φως τώρα θα ρθή να φέρη, | |
25 | που δεν αφήνεις νά 'βγουνε τις δούλες να σου φέγγουν;» |
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε·
«Τούτος ο ξένος, γιατί αργός δεν το σχωρνώ να μείνη όποιος μου αγγίζει το ψωμί, κι ας ήρθε κι απ' τα ξένα.» | |
Αυτά είπε, κι έμεινε άφτερος στα χείλη της ο λόγος | |
30 | και του καλόχτιστου έκλεισε του παλατιού τις θύρες.
Τότε ο Δυσσέας ξεκίνησε με το λεβέντη γιό του, και μέσα κράνη φέρανε, κι αφαλωτές ασπίδες, και σουβλερά κοντάρια. Ομπρός η Αθηνά η Παλλάδα χρυσό λυχνάρι κράταγε, που έχυνε φως πανώριο. |
35 | Κι αμέσως ο Τηλέμαχος φωνάζει του γονιού του· |
«Θάμα 'ναι αυτό, πατέρα μου, που βλέπω εδώ ομπροστά μου·
τριγύρω οι τοίχοι του σπιτιού, τα μεσοδόκια τα ώρια, και τα ελατένια τα δοκιά κι οι αψηλωμένοι οι στύλοι, όλα αναλάμπουν και χτυπούν στα μάτια μου σα φλόγες, | |
40 | Κάποιος Θεός κατέβηκε δώ μέσα απ' τα ουράνια.» |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει·
«Σώπα, το νου σου βάσταξε, και μη ρωτάς του κάκου· τέτοια η συνήθεια των θεών που κατοικούν τα ουράνια. Μόνε άμε εσύ ν' ανεπαυτής, κι εγώ εδώ πέρα μνήσκω, | |
45 | τις δούλες και τη μάνα σου να κάμω να μιλήσουν.
Τί καθετίς με κλάματα θα με ρωτήξη εκείνη.» Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος απ' τα παλάτια βγήκε, και με τη λάμψη τώ φανών περνάει στο θάλαμο του, που αυτού κοιμότανε, γλυκός σαν του κατέβαινε ύπνος· |
50 | πλάγιασ' εκεί, και πρόσμενε της χαραυγής την ώρα.
Μα στο παλάτι ο θεϊκός απόμεινε Οδυσσέας, με τη θεά γυρεύοντας το φόνο τώ μνηστήρων. |
Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη. | |
55 | Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο· σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη. |
60 | Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια, και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες. Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα. |
65 | Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα· |
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης; Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα, Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;» | |
70 | Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι; Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος, και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη; Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε. |
75 | Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν, και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη· και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια, που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους. |
80 | Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες, μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου, ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας. |
85 | Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.» |
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως | |
90 | την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε· |
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι. Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω | |
95 | τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.» |
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω, ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.» | |
100 | Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω. Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας, κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει· «Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω· |
105 | ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;» |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας | |
110 | φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι, τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν, χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του. |
115 | Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης, παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους, γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω, |
120 | τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.» |
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα, | |
125 | οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας. Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος, κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν· τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα. |
130 | [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα, κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν, θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ] Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω, |
135 | μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος. Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους. Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω, |
140 | ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας. μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου, που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη, |
145 | σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση, σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος. Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους. Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου, |
150 | τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους· μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο, και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες, οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι |
155 | ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη. Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει, |
160 | τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας. Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου· δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.» |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε· | |
165 | «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου; Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου· αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος, |
170 | και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης. Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου, η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη. Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα. |
175 | Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες. Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους, |
180 | του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα. Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου, κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος. |
185 | Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη, στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα, κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο, μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια, |
190 | Στή χώρα ευτύς ανέβηκε για τον Ιδομενέα,
που σεβαστό τον έλεγε κι αγαπητό του φίλο. Ήταν ως τόσο δέκα αυγές, κάν ένδεκα, που εκείνος για το Ίλιο με τ' ανάφρυδα καράβια είχε κινήσει. Τον πήρα εγώ στον πύργο μου και καλοδέχτηκά τον, |
195 | κι απ' τα πολλά που βρίσκονταν τον φίλεψα γενναία·
κι έδωκα αλεύρια απ' το κοινό, κρασί φλογάτο, βόδια, για τις θυσίες εκείνου και των συντρόφων όλων, που τόνε συνοδεύανε, να τα χαρή η ψυχή τους. Δώδεκα μέρες οι Αχαιοί προσμένουν τότε οι θείοι· |
200 | κακός τους έκλεισε Βοριάς, κι ουδέ στη γης να μείνουν
δεν άφηνε· κάποιος θεός τους έστελνε οργισμένος. Στις δεκατρείς κατάπεσε, και τότες ξεκινήσαν.» |
Ήξερε ψέματα πολλά να λέη μ' αλήθειες όμοια·
τ' άκουγ' εκείνη, κι έκλαιγε ωσπού έλυωνε η θωριά της. | |
205 | Κι όπως απάνω στα ψηλά βουνά το χιόνι λυώνει,
που ο Ζέφυρος το στοίβαξε και τό 'λυωσε ο Σιρόκος, κι όσο αυτό λυώνει, οι ποταμοί φουσκώνουν κι όλο τρέχουν, έτσι στα δάκρυα λυώνανε τα ωραία μάγουλά της, σαν έκλαιγε τον άντρα της που πλάγι της καθόταν. |
210 | Κι αυτός, όσο κι αν ένιωθε του θρήνου της τον πόνο
κράταε τα μάτια ασάλευτα σαν κέρατο ή ατσάλι, τα δάκρυα καθώς έκρυβε στα βλέφαρα με τέχνη. Κι εκείνη σάνε χόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα, πάλε του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε· |
215 | «Θαρρώ πως, ξένε, τώρα εγώ θα δοκιμάσω εσένα,
να δώ αν αλήθεια φίλεψες στ' αρχοντικό σου μέσα τον άντρα μου και τους καλούς συντρόφους του όπως είπες. Σαν τι λογής φορέματα φορούσε στο κορμί του και ποιά σα νά 'ταν η όψη τους, κι αυτού και τώ συντρόφων;» |
220 | Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας, και της είπε·
«Γυναίκα, δύσκολο να πω, τόσον καιρό πια τώρα· είκοσι χρόνοι 'ναι που αυτός τον τόπο μου έχει αφήσει· όμως θα παραστήσω τον καθώς ανιστορώ τον. Διπλή φλοκάτα μαλλωτή και πορφυρένια φόρειε |
225 | ο θείος Δυσσέας και με χρυσή κόπτσα που είχε θηλύκι
διπλότρυπο, κι από μπροστά λαμπρής δουλειάς στολίδι· σκύλος ζαρκάδι παρδαλό στα μπροστινά του κράτα, και κοίτα το που σπάραζε· κι αυτό θαμάζαν όλοι, πως, όντας από μάλαμα, κοιτάει και πνίγει ο σκύλος |
230 | το ζώ, που με πόδια του σπαράζει να ξεφύγη.
Θυμάμαι και σφανταχτερό χιτώνα στο κορμί του, που σαν τη φλούδα γυάλιζε που έχει ξερό κρομμύδι· τόσο ήτανε ψιλόφτιαστος και λιόλαμπρος συνάμα, |
235 | Πολλές σαν τόνε βλέπανε γυναίκες το ν θαμάζαν.
Κι άλλο ένα λόγο θα σου πω, κι ας μείνη μες στο νου σου· δεν ξέρω εκείνα τα σκουτιά αν τα φόρειε από το σπίτι, ή αν σύντροφος του τά 'δωκε σαν έμπαινε στο πλοίο, ή κάποιος φίλος τι πολλούς τους είχε ο Οδυσσέας. |
240 | Μές στους λαούς των Αχαιών λίγοι ήτανε παρόμοιοι.
Κι εγώ σπαθί χαλκόφτιαστο, και πορφυρή χλαμύδα, διπλή κι ωραία του έδωκα, κι ολόμακρο χιτώνα, και με τιμή τον έστειλα στο γλήγορο καράβι. Μαζί του ήταν και κήρυκας τρανότερός του λίγο |
245 | στα χρόνια, που κι εκείνονε θα σου στορήσω τώρα·
καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κι είχε όνομα Ευρυβάτης· κι απ' όλους τους συντρόφους του τιμούσε ο Οδυσσέας ξέχωρα αυτόν, τι ταίριαζαν οι γνώμες τώ δυονών τους.» |
Είπε, και πιότερη όρεξη της φέρανε για κλάμα | |
250 | εκείνα τα ολοφάνερα του Οδυσσέα σημάδια.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα, τότες του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε· |
«Και πρώτα σε συμπόνεσα, μα από τα τώρα, ώ ξένε,
μες στο παλάτι αγαπητός και σεβαστός θα μου είσαι. | |
255 | Εγώ τα ρούχα τού 'δωκα που τώρα μου ιστορούσες·
τα δίπλωσα και τά 'βγαλα απ' το θάλαμο, κι απάνω θηλυκωτήρι λαμπερό του κάρφωσα στολίδι. Μα αυτός δε μου γυρίζει πια να τον δεχτώ στο σπίτι· μοίρα κακή τον έστειλε στο βαθουλό καράβι, |
260 | το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.» |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη, την ομορφιά σου μη χαλνάς, μη λυώνης την καρδιά σου, θρηνώντας για τον άντρα σου. Κι όχι κακό πως τό 'χω, | |
265 | τ' είναι πολλές που χάσανε και κλαίν το σύγκοιτό τους,
που το φιλί του χάρηκαν, και τέκνα του γεννήσαν, κι ας ήταν άλλος, κι όχι αυτός, που λεν σα θεός φαινόταν. Μα πάψε πια τα κλάματα, το τι θα πω ν' ακούσης· τι θα μιλήσω αληθινά, και δε θα σου το κρύψω, |
270 | πως άκουσα το γυρισμό του θεϊκού Οδυσσέα,
που ζη κοντά στων Θεσπρωτών τη γης την καρποφόρα, και φέρνει θησαυρό πολύ που σύναξε απ' τον τόπο. Όμως τους φίλους έχασε συντρόφους με το πλοίο μέσα στ' αχνό το πέλαγος, από της Θρινακίας |
275 | σαν ξεκινούσε το νησί· τι Ήλιος μαζί και Δίας
χολώσανε, σαν έμαθαν πως όλοι του οι συντρόφοι του Ήλιου τα βόδια σκότωσαν. Χαθήκαν τότες όλοι στης αγριεμένης θάλασσας τα κύματα· μα εκείνον, πάς στην καρίνα που έμεινε, τον πέταξε το κύμα όξω στη γης τώ Φαιάκωνε, των θεογεννημένων, |
280 | που σαν θεό τον τίμησαν, και δώρα του χαρίσαν,
και να τον στείλουν ήθελαν απείραγο στο Θιάκι. Κι ο Οδυσσέας από καιρό θά 'ταν εδώ φτασμένος, μα πιο συφέρο θάρρεψε και σ' άλλες να γυρίση χώρες πολλές, και θησαυρό μεγάλο να μαζέψη· |
285 | τόσες γνωρίζει πονηριές και τρόπους να κερδίζη,
κι άλλος θνητός δε δύνεται να παραβγή μαζί του. Αυτά μου τά 'πε ο Φείδωνας των Θεσπρωτών ο ρήγας και μες στο σπίτι στάζοντας μου ορκίστη πως το πλοίο ήταν ριγμένο κι έτοιμοι στεκόνταν οι συντρόφοι |
290 | στη γης να τόνε φέρουνε της ποθητής πατρίδας.
Εμένα όμως πρωτόστειλε, γιατ' έτυχε καράβι θεσπρωτικό να ξεκινάη στο καρπερό Δουλίχι. Και μού 'δειξε όσους θησαυρούς είχε ο Δυσσέας συνάξει, που σώναν και τη δέκατη να θρέψουνε γενιά του· |
295 | τόσα του μένανε καλά στου βασιλέα τα σπίτια.
Και στη Δωδώνη μού 'λεγε πως είχε αυτός περάσει, απ' τ' αψηλόκορφο το δρύ το θέλημα του Δία ν' ακούση, πως θα ξαναρθή στο πλούσιο το νησί του, κρυφά μαθές ή φανερά, τόσον καιρό που λείπει. |
300 | Και να, λοιπόν, που είναι καλά, και θά 'ρθη όπου κι αν είναι, 300
και δεν αργεί τους φίλους του να δη και την πατρίδα. Όρκο μεγάλο τώρα εδώ σου κάνω κι άκουσέ τον. Ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, των θεών ο πρωτοστάτης, κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα, που ήρθα τώρα, |
305 | πως όλ' αυτά θα τελεστούν καθώς εγώ τα λέγω.
Μέσα στο χρόνο αυτόν εδώ θα φτάση ο Οδυσσέας, τούτος ο μήνας άμα βγή, κι άμα πατήση ο άλλος.» |
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου τέλος να βρη· και τότες | |
310 | θένα 'χης την αγάπη μου, και τόσα πλούσια δώρα,
που θα σε μακαρίζουνε όσοι θνητοί σε βλέπουν. Μα άλλα η ψυχή μου προμηνά, κι αυτά, θαρρώ, θα βγούνε. Μήτ' ο Δυσσέας δεν έρχεται και μήτ' εσύ δε θά 'βρης προβόδωμα· δεν έχει πια το σπίτι νοικοκύρη, |
315 | σαν το Δυσσέα που στάθηκε στους τιμημένους ξένους,
πάντα καλός να προβοδά και να καλωσορίζη. Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, και στρώστε του κλινάρι με μαλακά παπλώματα και χράμια και φλοκάτες, που ως τη χρυσόθρονην Αυγή να χαίρετ' από ζέστα. |
320 | Και λούστε τον κι αλείψτε τον, άμα γλυκοχαράξη,
να πάη με τον Τηλέμαχο στο γέμα να καθίση μες στο παλάτι. Θά το βρούν πικρό οι κακοί μνηστήρες, που να κακοκαρδίζουνε τον ξένο πάντα θέλουν, μα αυτοί πια δε θα δύνουνται να κάμουν τα δικά τους, |
όσο αν θυμώνουνε. Και πως, ώ ξένε, εσύ θα μάθης, | |
325 | εγώ αν τις άλλες ξεπερνώ στα φρένα και στη γνώση,
στα δείπνα μας αν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος, μες στο παλάτι; των θνητών οι μέρες είναι λίγες· όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος κι έχει άσπλαχνη τη γνώμη, όλοι οι ανθρώποι και σα ζη τον καταριούνται ετούτον, |
330 | και σαν πεθάνη, τον γελούν και τον καταφρονούνε.
Πάλε, όποιος φαίνεται γλυκός, κι έχει γλυκειά τη γνώμη, η δόξα του ως τα πέρατα σκορπιέται από τους ξένους, κι όλος ο κόσμος εκεινού καλό όνομα του δίνει.» |
335 | Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη, σιχάθηκα τις μαλακές φλοκάτες και τα χράμια, όταν της Κρήτης τα βουνά τα χιονισμένα αφήκα, και βγήκα με μακρόκουπο καράβι στα πελάγη. |
340 | Κάλλιο ας πλαγιάσω σαν και πριν, που ολόνυχτα αγρυπνούσα· 340
πόσες νυχτιές δεν πέρασα στο φτωχικό κλινάρι, τη χρυσοθρόνιαστην Αυγή προσμένοντας να φέξη. Κι ουδέ το ποδοπλύσιμο δεν το ζητάει η καρδιά μου, ουδέ καμιά το πόδι μου γυναίκα δε θ' αγγίξη, |
345 | απ' όσες μες τους πύργους σου βρίσκουντ' εδώ δουλεύτρες,
εξόν κάποια γερόντισσα καλή και τιμημένη, ά βρίσκεται, που νά 'παθεν όσα κι εγώ η καρδιά της. Εκείνη θα την άφηνα τα πόδια μου ν' αγγίξη.» |
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του λέει· «Ώ φίλε ξένε, | |
350 | τι ξένος απ' τα μακρινά σ' αυτό εδώ το παλάτι
τόσο σοφός κι αγαπητός άλλος ποτές δεν ήρθε, με τόση γλύκα εσύ τα λες και τ' αρμηνεύεις όλα. Τώρα έχω εγώ γερόντισσα με νου γεμάτο γνώση, αυτή που γλυκανάθρεψε το δύστυχο μου ρήγα, |
355 | κι από της μάνας την κοιλιά τα χέρια της τον πήραν.
Εκείνη, αν κι είναι αλλοίμονη, τα πόδια θα σου πλύνη. Σήκου καλή μου Ευρύκλεια, του αφέντη σου να νίψης το συνομίληκο. Πού πια κι εκείνος τώρα θά 'ναι με τούτον και στα χέρια του παρόμοιος και στα πόδια. |
360 | Γιατ' οι ανθρώποι γλήγορα γεράζουνε στα πάθια.» |
Σκέπασε τότες η γριά την όψη με τα χέρια,
και δάκρυα χύνοντας θερμά παραπονέθη κι είπε· | |
«Ωχού, παιδάκι μου, εγώ πια απελπίστηκα για σένα·
περίσσια ο Δίας σ' οργίστηκε μ' όλη τη θεοφοβιά σου. | |
365 | Γιατί άλλος του βροντόχαρου του Δία θνητός κανένας
δεν έκαψε παχιά μεριά μηδ' εκατόβοδα ώρια, παρ' όσα εσύ του πρόσφερνες, με προσευκές ζητώντας αναπαμένα γερατειά, και του παιδιού σου χρόνια. Και τώρα εσένα μοναχά το γυρισμό σου αρνήθη. |
370 | Έτσι μ' εκείνον θά 'παιζαν στην ξενιτειά οι γυναίκες,
σαν έμπαινε στα λαμπερά παλάτια των αρχόντων, σαν που με σένα εδώ γελούν οι σκύλες τώρα εδαύτες. Μη θέλοντας εσύ κακές ν' ακούς βρισιές, αρνιέσαι το πλύσιμο, κι εμένανε προστάζει, την πιστή της, |
375 | η Πηνελόπη η φρόνιμη του Ικάριου η θυγατέρα.
Τά πόδια θα σου πλύνω εγώ για κείνη και για σένα, τι ξάφνω μες τα στήθια μου πολλοί καημοί ξυπνήσαν. Και τώρα πρόσεξέ μου αυτό που να σου πω εγώ θέλω. Ξένοι πολλοί πλανήθηκαν κι ήρθαν εδώ, μα ακόμα |
380 | κανένα δεν αντάμωσα να μοιάζη του Οδυσσέα,
όσο στο σώμα, στη φωνή, στα πόδια εσύ του μοιάζεις.» |
Τότε γυρνά ο πολύβουλος Δυσσέας και της κρένει·
«Αυτό, ώ γριά, μας είπανε κι όσοι τους δυό μας είδαν, πως ένας με τον άλλονε πολύ 'χαμε μοιασίδι, | |
385 | καθώς δα τό 'νιωσες κι εσύ, και φανερά μου τό 'πες.» |
Είπε, και πήρε ολόλαμπρο τότ' η γριά λεβέτι,
καλό για ποδοπλύσιμο, κι έβαλε πολύ κρύο νερό, κατόπι και ζεστό. Και κάθισε ο Δυσσέας λίγο παράμερα της στιάς, γερτός προς το σκοτάδι, | |
390 | τι τού 'ρθε φόβος άξαφνα μην τύχη και γνωρίση
το λάβωμα του ψάχνοντας, και όλα τα φανερώση. Σιμώνει τότες η γριά το ρήγα της να πλύνη, και πλένοντάς τον ένιωσε το λάβωμα που κάπρος με τ' άσπρο δόντι μιά φορά στο πόδι τού 'χε ανοίξει, |
395 | σαν ήρθε νέος στον Παρνασσό, της μάνας του τον κύρη,
το δοξασμένο Αυτόλυκο να δη με τα παιδιά του, πού 'τανε πρώτος των θνητών σε πονηριές και σ' όρκους, του θεού του Ερμή χαρίσματα τι είχε πολλά απ' εκείνον καλά γιδιών κι αρνιών μεριά ο θεός Ερμής, και πάντα με αγάπη τον συνόδευε και προθυμιά μεγάλη. |
Στό καρπερό ο Αυτόλυκος σαν πέρασε το Θιάκι, | |
400 | και βρήκε με νιογέννητο την κόρη του αγοράκι,
η Ευρύκλεια του τ' απόθεσε στα γόνατα, κατόπι από το δείπνο, κι άξαφνα του φώναξε και τού 'πε· |
«Αυτόλυκε, βρές τ' όνομα που τώρα εσύ θα βάλης
στης θυγατέρας σου το γιό τον πολυαγαπημένο.» | |
405 | Κι ο Αυτόλυκος απάντησε· «Γαμπρέ και θυγατέρα,
να, τ' όνομα θα σάς πω να βάλτε του αγοριού σας. Περίσσιους δυσαρέστησα εγώ που εδώ σάς ήρθα, γυναίκες κι άντρες, πάς σ' αυτή τη γης την τροφοδότρα· γι' αυτό Δυσσέας να λεχτή τ' αγόρι· και σαν έρθη |
410 | μεγάλος στης μητέρας του το δοξαστό παλάτι,
στον Παρνασσό, που βρίσκεται το βιός μου, θα του δώσω μερίδιο, και χαρούμενο θα τον ξεπροβοδώσω.» |
Αυτά ο Δυσσέας τα λαμπρά τα δώρα ήρθε να πάρη,
και τα παιδιά του Αυτόλυκου, κι ο Αυτόλυκος ατός του, | |
415 | με αγάπη τον χερόσφιξαν και του γλυκομιλήσαν.
Κι η Αμφιθέα η μάμμη του στην αγκαλιά τον πήρε, φιλώντας του την κεφαλή και τα όμορφά του μάτια. Και τους λεβέντηδές του γιούς τραπέζι να τοιμάσουν παράγγειλε ο Αυτόλυκος, κι εκείνοι τον ακούσαν, |
420 | κι αμέσως πήραν φέρανε πέντε χρονώνε βόδι·
το γδάραν, το συγύρισαν, το κόψανε κομμάτια, με τέχνη το λιανίσανε, σε σούβλες το περάσαν, κι αφού τ' ομορφοψήσανε, χωρίσαν τις μερίδες. Ολημερίς τρωγόπιναν ωσπού κατέβη ο ήλιος, |
425 | και δε στερήθη κανενός καρδιά σωστό μερίδιο. |
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι,
πλαγιάσανε να κοιμηθούν και να χαρούν τον ύπνο. | |
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τα παιδιά του Αυτόλυκου με τα σκυλια κινήσαν | |
430 | για το κυνήγι, κι ο λαμπρός μαζί τους Οδυσσέας.
Περνώντας του αψηλόκορφου του Παρνασσού τα δάσια, γλήγορα φτάσαν σε λακκιές ανεμοσαρωμένες. Κι ο ήλιος ότι πρόβαλε και τις στεριές χτυπούσε, απ' του βαθιού του Ωκεανού το σιγανό το ρέμα, |
435 | στο δάσο μπήκαν οι οδηγοί, τ' αχνάρια ομπρός οι σκύλοι
να βρούνε τρέχανε, κι οι γιοι του Αυτόλυκου ακλουθούσαν με το Δυσσέα το θεϊκό, που πιο σιμά στους σκύλους τραβούσε ομπρός σαλεύοντας μακροΐσκιωτο κοντάρι. Μέσα σε λόγγο σύδενδρο μέγα καπρι κοιτόταν. |
440 | Μήτ' άνεμοι εκεί σύνυγροι δεν αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες δε χτυπούσαν, μήτε βροχή δεν πέρναγε, τόσο πυκνός ο λόγγος, και φύλλα αρίθμητα στη γης τριγύρω σκορπισμένα. Κι ακούγοντας ποδοβολή σκυλιών κι αντρών ο κάπρος, |
445 | που ερχόντουσαν απάνω του, πετιέται από το λόγγο,
κι αντίκρυ τους ορθότριχος, με μάτια φλόγες, στάθη. Πρώτα ο Δυσσέας του χύθηκε, και το μακρύ κοντάρι η χέρα του ανασήκωσε, το ζώ για να βαρέση. Όμως ο κάπρος πρόλαβε, κι απάνω από το γόνα |
450 | κρέας πολύ του ξέσκισε περνώντας, κι απ' το πλάγι
το δόντι μπήγοντας, χωρίς το κόκκαλο ν' αγγίξη. Πάνω στον ώμο το δεξί βαρά ο Δυσσέας τον κάπρο, και βγήκε η μύτη η σουβλερή του κονταριού απ' αντίκρυ· και πέφτοντας με μουγγρητό ξεψύχησε τ' αγρίμι. |
455 | Τότες οι γιοί του Αυτόλυκου νοιαστήκαν το Δυσσέα,
το θείο κι αψεγάδιαστο, του δέσανε με τέχνη το λάβωμα, σταμάτησαν με γήτεμα το μαύρο το αίμα, και τον φέρανε στο γονικό παλάτι. Και τέλος πια ο Αυτόλυκος με τα παιδιά του αντάμα, |
460 | αφού καλά τον έγιαναν, και δώρα του πορέψαν,
χαρούμενοι τον έστειλαν χαρούμενο στο Θιάκι. Ο κύρης του αναγάλλιασε κι η σεβαστή του μάνα που γύρισε, και ρώταγαν να μάθουνε πως τού 'ρθε το λάβωμα· και τότε αυτός δηγήθηκέ τους όλα, |
465 | πως στο κυνήγι ασπρόδοντο καπρί τον είχε σκίσει
στον Παρνασσό, με τα παιδιά του Αυτόλυκου σαν πήγε. |
Αυτό το λάβωμα άγγιξε και γνώρισε η γριούλα,
κι αφήκε ευτύς το πόδι του να πέση, και το πόδι μες στο λεβέτι γλίστρησε, και βρόντηξε ο χαλκός του, | |
470 | κι από την άλλην έγειρε, και τα νερά χυθήκαν.
Χαρά συνάμα και καημός το νου της συνεπήρε, τα μάτια της δακρύσανε, και κόπηκε η φωνή της. Και το πηγούνι πιάνοντας του Οδυσσέα, του είπε· |
«Είσαι ο Δυσσέας, παιδάκι μου, και δε σ' είχα γνωρίσει, | |
475 | παρά καλά σαν έψαξα του αφέντη μου το σώμα.» |
Είπε, και γύρισε ματιά κατά την Πηνελόπη,
να φανερώση θέλοντας πως μέσα 'ναι ο καλός της. Μα αυτή να δη δε δύνονταν αντίκρυ και να νιώση, τι η Αθηνά της γύριζεν αλλού το λογισμό της. | |
480 | Τότε ο Δυσσέας απ' το λαιμό με το δεξί την πιάνει,
και πλάγι του τραβώντας την με τ' άλλο, αυτά της λέει· |
«Νά μ' αφανίσης και καλά ζητάς εσύ, μανούλα;
Τάχα σ' αυτό σου το βυζί δε μ' έθρεψες; και τώρα τόσα σαν έπαθα, γυρνώ στα είκοσι τα χρόνια | |
485 | στον τόπο μου. Αφού μ' ένιωσες με κάποιου θεού βοήθεια,
σώπα, μην τύχη κι ακουστή κι απ' άλλον εδώ μέσα. Γιατί άκουσε τι θα σου πω, κι ό,τι εγώ πω τελειέται· αν ο θεός τους ξέλαμπρους μνηστήρες μου δαμάση, κι εσένα δε θα λυπηθώ, βυζάστρα μου κι αν είσαι, |
490 | την ώρα που τις άλλες μου τις δούλες θα σκοτώνω.» |
Κι η Ευρύκλεια τότε η γνωστικιά του απάντησε και του είπε·
«Τί λόγο από τ' αχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου; Ξέρεις πως είναι ασάλευτη κι αλύγιστη η ψυχή μου, και θά 'ναι σαν το σίδερο και το στεριό λιθάρι, | |
495 | Κι άλλο έν' ακόμα θα σου πω, και βάλ' το μες στο νου σου·
αν ο θεός τους ξέλαμπρους μνηστήρες σου δαμάση, κάθε γυναίκα του σπιτιού θα σου την ιστορήσω, ποιές άτιμα σου φέρνουνται και ποιές δεν έχουν κρίμα.» |
Και τότες ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη· | |
500 | «Τί θα μου πής, μανούλα, εσύ γι' αυτές; δεν είναι ανάγκη· 500
μονάχος μου την καθεμιά θα νιώσω και θα μάθω. Μον' σώπαινε, και στους θεούς ν' αφήσης τη φροντίδα.» |
Κι απ' τα παλάτια διάβηκε η γριά για να του φέρη
νερό για ποδοπλύσιμο, που χύθηκε όλο τ' άλλο. | |
505 | Κι αφού καλά τον έπλυνε και του άλειψε το λάδι,
προς τη φωτιά τότε έσυρε ο Δυσσέας το κάθισμά του, και με κουρέλια σκέπασε το λαβωμένο πόδι. Κι αρχίνησεν η γνωστικιά να κρένη Πηνελόπη· |
«Ξένε, κάτι άλλο θέλω εγώ να σε ρωτήξω ακόμα, | |
510 | τι φτάνει τώρα της γλυκειάς ανάπαψης η ώρα,
για κείνους που ύπνο χαίρουνται, πολύ καημό κι αν έχουν. Μα εμένα λύπη αμέτρητη μου έχει δοσμένη η μοίρα. Όσο 'ναι μέρα την περνώ, με σπαραγμούς και κλάψες, στο σπίτι μέσα τα έργα μου κοιτώντας και τις δούλες· |
515 | μα η νύχτα μιάς και κατεβή, κι όλους τους πάρη ο ύπνος,
μες στο κλινάρι κοίτουμαι, και την πικρή καρδιά μου έννοιες την πνίγουνε σκληρές, που να θρηνώ με κάνουν. Κι όπως η Αηδόνα η λυγερή και κόρη του Παντάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, |
520 | στώ δέντρων καθώς κάθεται τα πυκνωμένα φύλλα
και με συχνά γυρίσματα μύριους σκοπούς αλλάζει. τον Ίτυλο, το τέκνο της, θρηνώντας, που τον είχε σκοτώσει ανήξερα, το γιό του βασιλέα του Ζήθου, κι εμένα ο νους μου μιά απ' εδώ και μιά απ' εκεί γυρίζει, |
525 | ή να σταθώ με το παιδί, και να φυλάω δωπέρα,
το έχει μου, τις δούλες μου, και τ' αψηλά παλάτια, με σεβασμό στο ταίρι μου και στη φωνή του κόσμου, ή τον καλύτερο Αχαιό μνηστήρα ν' ακλουθήσω, που στο παλάτι βρίσκεται, και δίνει πλέρια δώρα. |
530 | Κι όσο ήτανε μικρό παιδί δε δέχονταν ο γιός μου
άντρα να πάρω και να βγώ απ' του Δυσσέα τους πύργους· μα τώρα που έγινε κι αυτός μεγάλο παλληκάρι, λυπάται το πολύ το βιός που οι Αχαιοί του τρώνε, και τους θεούς παρακαλεί να φύγω απ' τα παλάτια. |
535 | Μ' άκουσε τώρα τ' όνειρο που είδα, και ξήγησέ το.
Είκοσι χήνες θρέφω εδώ με το βρεχτό σιτάρι, που χαίρουμαι να τις θωρώ και να τις καμαρώνω. Μέγας αϊτός απ' το βουνό κατέβη αγκιστρομύτης, και τα λαιμά τους έσπασε· νεκρές στρωθήκαν όλες |
540 | μες στα παλάτια κι ο αϊτός ανέβη στους αιθέρες.
Κι εγώ θρηνούσα κι έσκουζα μες στ' όνειρό μου τότες, και γύρω οι ωριοπλέξουδες Αχαιΐδες συναχτήκαν, απ' τις φωνές μου, που ο αϊτός μου σκότωσε τις χήνες. Κι εκείνος ήρθε κάθισε στο ξώστεγο αποπάνω· |
545 | κι ανθρώπινα λαλώντας μου με μπόδιζε να κλαίγω·
«Θάρρος, του κοσμοξάκουστου του Ικάριου ώ θυγατέρα· αλήθεια 'ναι, κι όχι όνειρο, και ξάστερο θα σού 'βγη. Οι χήνες τους μνηστήρες σου σημαίνουν, κι εγώ που ήμουν ως τώρα αϊτός, ο αντρας σου τώρα είμαι και γυρίζω, |
550 | να δώσω τέλος φοβερό σε κάθε σου μνηστήρα.»
Είπε, κι εμένα μ' άφησε του ύπνου η γλύκα τότες, και κοίταξα, κι αγνάντεψα τις χήνες στην αυλή μου, που έτρωγαν στάρι σαν προτού στη γούρνα τους τριγύρω.» |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ της· | |
555 | «Αλλιώτικα αυτό τ' όνειρο, γυναίκα, δεν ξηγιέται,
γιατί ο Δυσσέας ο ίδιος πως θα το τελέση σου είπε, και φαίνεται ολοκάθαρο το τέλος των μνηστήρων· μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.» |
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει· | |
560 | «Έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα. Δυό θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα· με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φιλντισί την άλλη· Όσα όνειρ' από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν, |
565 | χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν, αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει. Μα εμένα το έρμο μου όνειρο δεν πρόβαλε αποκείθε· πόση χαρά θα τό 'χαμε, κι εγώ και το παιδί μου. |
570 | Κι άλλο εγώ κάτι θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
ζυγώνει η τρισκατάρατη η Αυγή που θα με πάρη απ' του Οδυσσέα το σπιτικό· θα βγάλω τώρα αγώνα τ' αξίνια που έστηνε σειρά μες στα παλάτια εκείνος, σαν καραβιού στραβόξυλα, δώδεκ' αξίνια και όλα |
575 | με μιά σαϊτιά που έρριχνε μακρόθε τα περνούσε,
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα βάλω τώ μνηστήρων· κι εκείνον που ευκολώτερα τεντώση το δοξάρι, κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση, θ' ακολουθήσω, αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα |
580 | νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.» |
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα σεβαστή του γιού του Λαέρτη, του Οδυσσέα, τέτοιον αγώνα μην αργής στους πύργους σου να βάλης· | |
585 | γιατί θά 'ναι ο πολύβουλος Δυσσέας εδώ φτασμένος,
πριν το δοξάρι πιάνοντας αυτοί τ' ωριοφτιασμένο, τεντώσουνε την κόρδα του, και ρίξουν μες στ' αξίνια». |
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Άν ήθελες, ώ ξένε, εδώ για μένα να καθίσης· | |
590 | ύπνος δε θα χυνότανε, πάς στα ματόφυλλα μου.
Όμως δε γίνεται οι θνητοί παντοτινά να μνήσκουν ακοίμητοι· γιατ' οι θεοί καιρό τους έχουν βάλει για κάθε πράμα ξέχωρα στη γης την τροφοδότρα. Και τώρα εγώ στ' ανώγι μου θ' ανέβω να πλαγιάσω, |
595 | σε κλίνη πολυστέναχτη και πολυδακρυσμένη,
απ' τον καιρό που μίσεψε απ' το Θιάκι ο Οδυσσέας, το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο. Εκεί πηγαίνω εγώ· κι εσύ, στο σπίτι αυτό κοιμήσου, κι ή χάμου στρώνεις, ή τους λες κρεβάτι να σου βάλουν». |
600 | Αυτά είπε και στα θεόλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,
όχι μονάχη· οι βάγιες της μαζί κι αυτές πηγαίναν. Κι απάνω σαν ανέβηκε στ' ανώγια με τις βάγιες, τον ακριβό της έκλαιγε Δυσσέα ωσότου ύπνο η Αθηνά της στάλαξε γλυκό στα βλέφαρά της. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου